Η νομοθετική επιβολή της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους αποτελεί παρέμβαση του Κράτους (α) στη ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των καπνιστών, προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα των μη καπνιστών και (β) στην επιχειρηματική ελευθερία των καταστημάτων που έχουν επιλέξει να λειτουργούν ως χώροι καπνιστών.
Το Σύνταγμα επιτρέπει μια τέτοια παρέμβαση του νομοθέτη, η οποία γίνεται για λόγους προστασίας δικαιωμάτων τρίτων, εφόσον όμως το μέτρο αυτό είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.). Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει πρακτικά ότι δεν υπάρχει κάποιο ηπιότερο μέτρο για να διασφαλιστούν τα αντικρουόμενα δικαιώματα, εν προκειμένω των μη καπνιστών. Δηλαδή θα πρέπει τελικά να μην υπάρχει ηπιότερο μέτρο από την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους.
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας του μέτρου θα πρέπει λοιπόν να εστιάσει σε δύο κριτήρια: (α) αποτελεί όντως ένα μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας; και
(β) είναι το συγκεκριμένο μέτρο το ηπιότερο μέτρο για την προστασίας της δημόσιας υγείας;
Η απάντηση στο (α) θα πρέπει να δοθεί από την επιστήμη. Υπάρχουν ορισμένες αμφισβητήσεις για το κατά πόσον το "παθητικό" κάπνισμα έχει αποδειχθεί επιστημονικώς ότι είναι επιζήμιο για τον μη καπνιστή. Εάν τελικά αποδειχθεί ότι δεν υπάρχουν σχετικές μελέτες, τότε το μέτρο δεν είναι πρόσφορο για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Η απάντηση στο (β) προϋποθέτει θετική απάντηση στο (α). Εάν όντως η απαγόρευση προστατεύει την δημόσια υγεία, θα πρέπει να εξεταστεί μήπως υπάρχουν κι άλλα μέτρα, ηπιότερα.
Οι ιδιοκτήτες καταστημάτων αποφάσισαν να μην απαγορεύσουν οι ίδιοι το κάπνισμα των πελατών στις επιχειρήσεις τους, αναλαμβάνοντας με την ανακοίνωσή τους, το όποιο κόστος. Εφόσον η Πολιτεία αποφάσισε να λάβει το συγκεκριμένο μέτρο, δηλαδή τη νομοθετική πρόβλεψη προστίμων και της αφαίρεσης αδειών από καταστήματα, θα πρέπει να είναι σε θέση να το εφαρμόσει.
Δεν θεωρώ λοιπόν ότι οι καταστηματάρχες "αυτοδικούν" ή ότι "πήραν το νόμο στα χέρια τους" όπως γράφεται σε διάφορα σημεία, από τη στιγμή που ο νόμος έχει ορισμένα ανοιχτά συνταγματικά ζητήματα και κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να αντιστέκεται στην κρατική παρέμβαση που θεωρεί ότι προσβάλλει τα συνταγματικά του δικαιώματα. Η ανοησία που άκουσα πριν ότι "το Σύνταγμα προβλέπει αντίσταση σε κάποιον νόμο, αλλά μόνο όταν κινδυνεύει η δημοκρατία, όχι το τσιγάρο" υποπίπτει στο κλασικό σφάλμα της διαλεκτικής που οι νομικοί ονομάζουμε "λήψη του ζητουμένου". Η δημοκρατία δεν απειλείται μόνο από "τανκς", απειλείται κάθε φορά που θεσπίζεται ένας αντισυνταγματικός νόμος. Τον οποίο, αφού οι δικαστές οφείλουν να μην εφαρμόζουν, οι πολίτες έχουν δικαίωμα να αμφισβητούν.
Δημοσιεύτηκε στο elawyer.blogspot.com στις 16/10/2010