Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ....( ΦΤΗΝΑ ΤΗΝ ΓΛΥΤΩΣΑΜΕ- ΕΠΙΑΣΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΑΠΟ ...ΚΛΠ)


Τί είναι το νισάφι; (Νισάφι πια!)

Η λέξη «νισάφι», είναι τουρκικής προέλευσης και πιο συγκεκριμένα, αποτελεί παραφθορά τής τουρκικής λέξης «insaf», που σημαίνει «έλεος».Αποτελεί επιφώνημα αγανάκτησης, απελπισίας και δυσφορίας. Η χρήση της συναντάται μόνο στην φράση «Νισάφι πια!» (ή απλά «Νισάφι!»).

Έπιασε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια (έπιασε τον παπά απ’ τ’ αρχίδια)

Η φράση «έπιασε τον παπά απ’ τ’ αρχίδια» χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως κάποιος είναι προνομιούχος, αλλά το προνόμιό του, είναι ευτελές και υποτιμητικό. Η κανονική φράση όμως είναι «Έπιασε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια», κι αυτό γιατί προέκυψε από τον μεσαιωνικό θρύλο της πάπισσας Ιωάννας, που έγινε γνωστή και μέσα από το μυθιστόρημα τού Εμμανουήλ Ροΐδη «Πάπισσα Ιωάννα», με τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Μεσαιωνική μελέτη».Σύμφωνα μ’ αυτόν τον θρύλο, που κινείται στα όρια τού μύθου και της πραγματικότητας, μια γυναίκα, μεταμφιεσμένη σε άντρα, κατάφερε να αναρριχηθεί με την ιδιότητα αυτή στην ιεραρχία της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και να φτάσει να αναλάβει μέχρι και το αξίωμα του Πάπα, σε μια εποχή που τοποθετείται στο 855-858. Σ’ αυτή την περίοδο, ιστορικά, ως πάπας διατέλεσε ο Βενέδικτος Γ΄.Έκτοτε, σύμφωνα με τον θρύλο, προς αποφυγήν του ίδιου παθήματος, σε κάθε εκλογή Πάπα, ο καμεράριος (το δεξί του χέρι και αναπληρωτής του) αναλαμβάνει να διαπιστώσει τον…ανδρισμό του, ψηλαφίζοντας τους…όρχεις του.Εξαιτίας, αυτού του μοναδικού «προνομίου», που έχει ο καμεράριος (να πιάνει δηλαδή τους όρχεις τού Πάπα), προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης έκφραση.


Φτηνά τη γλυτώσαμε

Όταν οι Φράγκοι κυβερνούσαν την Ελλάδα, οι δυστυχισμένοι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα, από τους βάρβαρους αυτούς κατακτητές, που είχαν κατακλύσει τον τόπο μας. Μια από τις χειρότερες πληγές της εποχής εκείνης, ήταν προπαντός η βαριά φορολογία, που επέβαλαν κάθε τόσο στους κατοίκους. Φορολογία στους γονείς που είχαν περισσότερα από τέσσερα παιδιά, φορολογία στους αγρότες που έτρεφαν ζωντανά, φορολογία στα σπίτια που άναβαν τζάκι το χειμώνα, φορολογία στο νερό που έπιναν. Με δυο λόγια, ήταν μια εποχή, που όλοι οι Έλληνες, πλούσιοι και φτωχοί δούλευαν αποκλειστικά για τους δυνάστες τους.

Όταν λοιπόν, κανείς από αυτούς δεν είχε να πληρώσει τους απαραίτητους φόρους, συλλαμβανόταν αμέσως, για να κλειστεί στα φοβερά μπουντρούμια. που είχαν γίνει φυλακές. Εκεί, έπειτα οπό μερικές μέρες, ερχόταν ένας απεσταλμένος του Φράγκου διοικητή της περιφέρειας και του πρότεινε δύο πράγματα: Ή να δουλέψει δωρεάν στα κτήματα των Φράγκων ή να μείνει σε όλη του τη ζωή σχεδόν, κλεισμένος στη φυλακή. Φυσικά από τις δυο αυτές προτάσεις, ο κρατούμενος διάλεγε πάντοτε την πρώτη και μάλιστα με ευγνωμοσύνη για την…καλοσύνη του άρχοντα. Γιατί ήταν η μοναδική λύση στις τραγικές εκείνες στιγμές που περνούσε.