Τα χρυσαφικά
Μια αρκετά ηλικιωμένη γυναίκα αποφάσισε να πληρώσει έναν καλό ζωγράφο να της φτιάξει το πορτρέτο της.
Του λέει:
-«Ζωγράφισε και μερικά σκουλαρίκια με διαμάντια, ένα περιδέραιο με διαμάντια, βραχιόλια με σμαράγδια, ρουμπίνια καρφίτσες, και ένα χρυσό ρολόι Ρόλεξ»
-«Ναι αλλά εσύ δεν φοράς τίποτα από τα αναφερόμενα» είπε ο ζωγράφος. «Τί τα θες τα χρυσαφικά;»
-«Το ξέρω,» είπε η γυναίκα. «Σε περίπτωση όμως που εγώ θα πεθάνω πριν τον άντρα μου, είμαι σίγουρη ότι θα ξαναπαντρευτεί. Θέλω η καινούργια γυναίκα του, να κάνει άνω-κάτω το σπίτι ψάχνοντας αυτά τα χρυσαφικά»
παιδαγωγική εκπαίδευση
Το παιδί είναι στο σαλόνι και παίζει με το τρενάκι του, η μαμά στην κουζίνα κάνει δουλειές.
Τσαφ τσουφ το τραινάκι, κάνει μια διαρκή φασαρία.
Σε κάποια στιγμή σταματάει και ακούγεται ο μικρός:
- Όσοι παπάρες θέλουν να κατέβουν, να τσακιστούν γιατί αυτή η κωλοστάση είναι η τελευταία. Όσοι μαλάκες θέλουν να ανέβουν να το κάνουν γρήγορα για να αναχωρήσει καμιά ώρα η γαμημένη η αμαξοστοιχία!
Τα ακούει αυτά η μαμά, μόνο που δεν έπαθε εγκεφαλικό, τρέχει στο σαλόνι, πιάνει τον μικρό από το αυτί και του λέει:
- Πήγαινε αμέσως στο δωμάτιο σου και κάτσε μέσα για δυο ώρες τιμωρία. Μετά θα βγεις και θα παίξεις μόνο αν μιλάς καλά!
Πηγαίνει ο μικρός στο δωμάτιο και μετά από κάνα δίωρο επιστρέφει.
Κάθεται και πάλι, και βάζει μπρος το τρενάκι. Τσαφ τσουφ,τσαφ τσουφ για λίγη ώρα σε κάποια στιγμή σταματάει.
- Όσοι επιβάτες επιθυμούν να αποβιβαστούν παρακαλούνται να ελέγξουν ότι δεν ξέχασαν καμία από τις αποσκευές τους και ευχόμαστε να είχαν καλό και ξεκούραστο ταξίδι.
Οι επιβάτες που επιθυμούν να επιβιβαστούν να τοποθετήσουν και να ασφαλίσουν τις αποσκευές τους πάνω από τη θέση τους, υπενθυμίζουμε ότι απαγορεύεται το κάπνισμα και τους ευχόμαστε ένα καλό ταξίδι.
Η μαμά ακούει περήφανη για τις παιδαγωγικές τις ικανότητες από την κουζίνα και χαμογελάει.
Ο μικρός συνεχίζει:
- Α!!, και όσοι θέλουν να διαμαρτυρηθούν για τη δίωρη καθυστέρηση, να απευθυνθούν σ' εκείνη την καριόλα στην κουζίνα!
Ήταν κάποιος που τον έλεγαν Μήτσο .
Ετοιμαζότανε λοιπόν ο Μήτσος να πάει ένα ταξίδι επαγγελματικό στην Αμερική, όμως είχε ένα γάτο που τον αγαπούσε όσο και την μάνα του και τους άφησε λοιπόν σε ένα φίλο του το Γιώργο.
Εκεί που δούλευε ο Μήτσος στην Αμερική χτυπάει το τηλέφωνο του.
Ήταν ο φίλος του ο Γιώργος.
Του λέει:
-Έλα Μήτσο, ο γάτος σου πέθανε!!!
-Καλά ρε Γιώργο,είσαι με τα καλά σου! με πήρες έτσι ξερά να μου πεις ότι πέθανε ο γάτος μου, αφού ξέρεις πόσο τον αγαπώ, δεν είχες πιο καλύτερο τρόπο;
-Τι τρόπο; ρωτάει ο Γιώργος.
-Να με πάρεις ένα τηλέφωνο και να που πεις:
-Μήτσο ο γάτος είναι στα κεραμίδια,
Μετά πάρε με σε καμιά ώρα και πες μου:
-ο γάτος δεν κατεβαίνει από τα κεραμίδια και κινδυνεύει να πέσει,
Μετά πάρε με σε κάνα 2 ώρες και πες μου:
-Μήτσο ο γάτος έπεσε και τον πήγαμε στο νοσοκομείο ,ο κτηνίατρος τον έβαλε στο χειρουργείο,
Μετά πάρε με σε κάνα 2 ώρες πάλι και πες μου:
-Ο κτηνίατρος βγήκε από το χειρουργείο και μου είπε ότι δυστυχώς ο γάτος κατέληξε!
Κατάλαβες πως έπρεπε να μου το πεις;
-Κατάλαβα λέει ο Γιώργος.
Μετά από 2 εβδομάδες τον παίρνει τηλέφωνο ο φίλος του.
-Έλα Μήτσο, ο Γιώργος είμαι!
Η μάνα σου είναι στα κεραμίδια, το κατάλαβες ή θα χαλάσουμε μια περιουσία στα τηλέφωνα;