Του ΓΙΑΝΝΗ ΝΤΑΣΚΑ
Είχαν στοιχεία, είχαν καταλόγους, δηλαδή λίστες φοροφυγάδων και καταθετών στην Ελβετία και αλλού, και αυτό το θέμα ήταν τόσο σημαντικό ώστε να το χειρίζεται μαζί τους και ο τότε πρωθυπουργός. Και το χειρίστηκαν με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Εγκληματικά. Οι λίστες περιφέρονταν χωρίς πρωτόκολλα. Αυτό σημαίνει ότι όποιος ήθελε έβαζε χέρι σε αυτές, είτε για να χρηματιστεί, είτε για να εκβιάσει, είτε από περιέργεια που… σκοτώνει.
Αυτό ενισχύεται από τις πληροφορίες ότι στις λίστες υπάρχουν ονόματα που σκοτώνουν. Ένα συγγενικό πρόσωπο τεράστιας πολιτικής οικογένειας που θα κάνει πάταγο και θα εξηγήσει πολλά από όσα συνέβησαν. Επίσης, μεγαλοεπιχειρηματίες, μητροπολίτες, δημόσιοι λειτουργοί και, φυσικά, οι μαϊντανο-δημοσιογράφοι… Σήμερα στις κινήσεις τακτικής στην κορυφή της πολιτικής προσπαθούν να βγάλουν την ουρά τους απ’ έξω όσοι μπορούν. Αδιανόητο, αλλά αυτό συνέβη. Πήραν στοιχεία από τη Λαγκάρντ και έπεσαν στην παγίδα να μη βάλουν πρωτόκολλο. Το θεώρησαν εξυπνάδα. Γιατί με τα στοιχεία άλλους θα εκβίαζαν, άλλους θα έσβηναν και θα έκαναν παιχνίδι εξουσίας. Έβαλαν στο «τριπάκι» που άνοιξαν στελέχη από όλες τις εξουσίες και θεώρησαν ότι έτσι «καθάρισαν» κάθε ενοχλητικό κουνούπι που θα προσέγγιζε το θέμα.
Τώρα φτάνουν στην έσχατη γελοιότητα να δηλώνουν ότι είχαν το σώμα του εγκλήματος, είχαν τα πτώματα στις ντουλάπες, αλλά είναι αθώοι γιατί δεν τα… πείραξαν! Αφελείς, βλάκες ή προδότες; Και ανήκουν όλοι σε μια κατηγορία ή σε περισσότερες; Η Λαγκάρντ έδωσε τα στοιχεία και ύστερα έγινε πρωταγωνίστρια στην ΕΚΒΙΑΣΗ της Ελλάδας. Από πού προκύπτει αυτό; Από το βιβλίο του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, εκπροσώπου της Ελλάδας στο ταμείο που διευθύνει η Λαγκάρντ. Στο βιβλίο –του οποίου εκτενή αποσπάσματα δημοσιεύει το «Π» στις επόμενες σελίδες– γράφει ότι η Ελλάδα ΕΚΒΙΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ να υπογράψει το μνημόνιο, παρότι ο Στρος Καν ήταν αντίθετος. Τον εξουδετέρωσαν και πήρε τη θέση του η Λαγκάρντ, ακριβώς αυτή που έδωσε τη λίστα και έβαλε την Ελλάδα να χορεύει στο ταψί των διεθνών κερδοσκόπων.
Πότε ξεκίνησε ο εκβιασμός; Το φθινόπωρο του 2010. Πότε είχε δώσει η Λαγκάρντ τα στοιχεία άτυπα και έπεσαν στην παγίδα; Την άνοιξη του 2010. Από πού προκύπτει ότι είχε δώσει, πράγματι, λίστα; Από δημόσια απάντηση του πρωθυπουργού τον Σεπτέμβριο του 2010 σε ερώτησή μας κατά την συνέντευξη Τύπου. Γιατί κάναμε τότε ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ (Ντάσκας-Καραμανλής) του «Παρασκηνίου» την ερώτηση που θα διαβάσετε αμέσως πιο κάτω; Διότι υψηλότατο στέλεχος μας είχε αποκαλύψει ότι μας είχε δοθεί λίστα και προσπαθούσαν να την κρύψουν. Μας είπε τότε «ρωτήστε τον Παπανδρέου. Θα φροντίσω να σας δοθεί ο λόγος, ο Παπανδρέου θα απαντήσει δημόσια και θα δεσμευτεί για να μη γλιτώσουν τα λαμόγια». Έτσι ακριβώς έγινε. Απάντησε και μας είπε ότι έχουν λίστες με Έλληνες φοροφυγάδες! Έκτοτε, χάθηκαν…
Τώρα έμπλεξαν και οι εισαγγελείς Πεπόνης και Μουζακίτης έχουν υποχρέωση να βρουν άκρη, ξετυλίγοντας το κουβάρι από τότε. Διότι έναν χρόνο μετά τη δημόσια δήλωση Παπανδρέου ότι έχουν λίστες, ο υπουργός του, Παπακωνσταντίνου, δήλωνε ότι ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ το 2011! Και τώρα αναγκάζεται να δηλώσει ότι είχαν από το 2010. Άρα, μας επιβεβαιώνει, αλλά πρέπει να αποκαλυφθεί ποιοι και πού τις έκρυψαν…
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ 2010: «ΕΧΟΥΜΕ ΛΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ»!
Ακολουθεί με ακρίβεια αντιγραφής από την κασέτα, που έχουμε στην κατοχή μας, η ερώτηση που κάναμε στη συνέντευξη Τύπου της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και η απάντηση Παπανδρέου για τις λίστες:
«Kύριε Πρόεδρε, τα προηγούμενα χρόνια μιλήσατε για την κλεπτοκρατία και την καταγγείλατε με σκληρά λόγια. Πριν από λίγο μιλήσατε για χρέη, τα οποία κληρονομήσατε και τα βρήκατε στην κυβέρνησή σας. Κύριε πρόεδρε, μέχρι τώρα στη χώρα μας έχει διαπιστωθεί τεράστια φοροδιαφυγή. Χώρες, όπως η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες, έχουν ζητήσει από την Ελβετία και άλλους φορολογικούς παραδείσους καταλόγους επίσημα για τα κεφάλαια που έφυγαν από αυτές προς τους φορολογικούς παραδείσους. Επίσης, υπάρχει ένας νόμος στη χώρα μας για τα προσωπικά δεδομένα, ο οποίος δεν επιτρέπει, όχι μόνο σε εγκληματίες αλλά και σε κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου, τη δημοσιοποίηση των ονομάτων τους και, φυσικά, φωτογραφιών. Πώς νομίζετε ότι ο ελληνικός λαός μπορεί να αμυνθεί απέναντι στο πολιτικό του σύστημα που κρύβει ονόματα κλεπτοκρατών, δικά σας λόγια, ονόματα φοροφυγάδων, ονόματα κοινών κακοποιών; Σκοπεύετε να πάρετε μέτρα, να μάθουμε επιτέλους καταλόγους, ονόματα και φωτογραφίες τους;»
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
«Είναι σωστό ερώτημα. Πρώτα πρώτα, διεθνώς και όχι μόνο για την Ελλάδα, είναι μεγάλο θέμα το θέμα των φορολογικών παραδείσων. Οι φορολογικοί παράδεισοι κλέβουν από τους λαούς, από όλους τους λαούς όλων των χωρών, εκεί που θα πρέπει να πληρώσουν για να βοηθηθεί η κοινωνία, η κοινωνική πρόνοια, η ανάπτυξη, τα μεταφέρουν σε φορολογικούς παραδείσους για να μπορούν να γεύονται τεράστιες περιουσίες, τεράστια ποσά, συσσώρευση κεφαλαίου. Είναι ένα από τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Είναι ένα από τα θέματα που θα πρέπει να χτυπηθεί. Είναι ένα θέμα που θέτουμε και θα θέτουμε ακόμα πιο έντονα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς. Δεν μπορούν να αδικούνται λαοί και άλλοι να ξεφεύγουν μέσω των φορολογικών παραδείσων.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΩ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ, ΑΛΛΑ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΦΥΓΑΔΕΣ, ΟΤΙ ΕΜΕΙΣ ΗΔΗ ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΕΘΝΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΟΠΟΥ ΞΕΡΟΥΜΕ, ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΟΥΜΕ. ΗΔΗ, ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ (!) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΩ ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ…»
Το θρίλερ με τα ηχηρά ονόματα στη λίστα της Ελβετίας
Μέσα σε ένα θρίλερ φημών για το βέβαιο «πείραγμα» που υπέστη το «στικ» με τα ονόματα των καταθετών από την Ελβετία ο υποτιθέμενος πραγματικός κατάλογος «κατατέθηκε» στον αρμόδιο οικονομικό εισαγγελέα από τον διευθυντή του ΣΔΟΕ, κ. Στασινόπουλο. Στον κ. Στασινόπουλο έφτασε μέσω του πρωθυπουργού, κ. Σαμαρά. Στον κ. Σαμαρά έφτασε από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, κ. Βενιζέλο, ο οποίος το «κληρονόμησε» κάτω από συνθήκες που θα διευκρινίσει η εισαγγελική έρευνα. Ζητούμενο είναι πότε έφτασε και πώς στα χέρια ποιου. ΟΛΑ αμφισβητούνται, αλλά, κυρίως, αμφισβητείται και το αν το περιεχόμενό του είναι το ίδιο που μέσω της τότε υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας, κ. Λαγκάρντ, δόθηκε σε «άγνωστο της ελληνικής πλευράς» από «άγνωστο της γαλλικής πλευράς».
Το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι η «πηγή» της λίστας είναι ο Γαλλοϊταλολιβανέζος, Ερβέ Φαλτσιάνι, πρώην ανώτερος υπάλληλος της τράπεζας HSBC. Τη λίστα τη δημιούργησε παίρνοντας από την τράπεζα τα ονόματα των Ελλήνων καταθετών μεταξύ πολλών άλλων. Τα ονόματα που συνολικά πήρε ξεπερνούν τις 130.000. Από αυτά τα περισσότερα είναι Γερμανών, Αμερικανών και άλλων. Στην Ελλάδα μεταξύ χιλιάδων προσπάθησε να πουλήσει περίπου 2.000 ονόματα. Κατά τις πληροφορίες, κατέχει και πολλά άλλα ελληνικά ονόματα με μεγάλες καταθέσεις.
Τα ονόματα έφτασαν, αλλά επειδή η «δουλειά» έγινε με συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, και, μάλιστα, με τεράστια χρηματικά ποσά που δόθηκαν ως αμοιβή μέσω μυστικών κονδυλίων, ουδείς είναι σε θέση να βεβαιώσει ποια ακριβώς ονόματα δόθηκαν. Σύμφωνα με απολύτως έγκυρες πληροφορίες, ο κατάλογος «πειράχτηκε» παραπάνω από τέσσερις με πέντε φορές και κάποια ονόματα και βγήκαν από τον κατάλογο και έγιναν αντικείμενο εκβιασμών και τρόπος πλουτισμού. Βέβαιο είναι ότι είναι μέσα και ηχηρά ονόματα και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός της επιλογής «προς έρευνα», όπως δήλωσε άλλωστε και ο πρώην υπουργός Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είναι μεταξύ των επίσημων χειριστών και θα έρθει σε δύσκολη θέση για να εξηγήσει το πότε, ποιος, πώς κ.λπ.
Στο θρίλερ που παίζεται κυκλοφορούν τα ονόματα τριών – τεσσάρων μεγαλοδημοσιογράφων της ραδιοτηλεόρασης και του έντυπου χώρου, επιχειρηματιών που έριξαν κανόνια στις επιχειρήσεις και τα χρήματα είναι έξω και τέσσερα με πέντε ονόματα «δορυφόρων» πολιτικών οικογενειών. Μάλιστα, το ένα όνομα είναι σχεδόν ταυτισμένο με μεγάλη πολιτική οικογένεια και καταλαβαίνετε τη συνέχεια… Λέγεται, πάντως, ότι η κ. Λαγκάρντ κράτησε καλού-κακού την αρχική λίστα και εξαιτίας αυτού έχουν μόνιμο πυρετό ορισμένοι στην ελληνική πλευρά.
Πώς μας έσπρωξαν στο στόμα των κερδοσκόπων
Πολύτιμο οδηγό για την αποκάλυψη του παρασκηνίου της προσφυγής της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και του σε βάρος της εκβιασμού αποτελεί το βιβλίο του τότε εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, «Το άγνωστο παρασκήνιο της προσφυγής στο ΔΝΤ».
Από το βιβλίο προκύπτει ότι η Λαγκάρντ έδωσε τα στοιχεία για τη φυγάδευση των ελληνικών καταθέσεων στις τράπεζες της Ελβετίας και ύστερα έγινε πρωταγωνίστρια στην εκβίαση σε βάρος της Ελλάδας.
Από το βιβλίο, του οποίου εκτενή αποσπάσματα φιλοξενεί το «Π», αποκαλύπτεται ότι η Ελλάδα εκβιάστηκε και εξαναγκάστηκε να υπογράψει το μνημόνιο παρότι ο τότε διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, ήταν αντίθετος. Τον Στρος Καν τον εξουδετέρωσαν, πήρε τη θέση του η Λαγκάρντ, η οποία έδωσε τη λίστα και έβαλε την Ελλάδα να χορεύει στο ταψί των διεθνών κερδοσκόπων.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
«[...] Στην έκθεσή τους, οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου υπογράμμιζαν ότι το ΔΝΤ αναλάμβανε ένα μεγάλο ρίσκο με το ελληνικό πρόγραμμα εξαιτίας μιας σειράς ενδεχόμενων κινδύνων, όπως να αποδειχθεί μεγαλύτερη η ύφεση ή να μην έχουν επιτευχθεί πρωτογενή πλεονάσματα στο τέλος του προγράμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η βιωσιμότητα του χρέους θα ετίθετο εκτός τροχιάς. Δυστυχώς, οι ανησυχίες των εμπειρογνωμόνων του Ταμείου επαληθεύτηκαν δεκαέξι μήνες αργότερα, με συνέπεια η τρόικα και η Ελλάδα να αποδεχτούν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Στο ερώτημα πότε η Ελλάδα θα επέστρεφε στις αγορές, οι εμπειρογνώμονες απάντησαν ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μετά από 1-2 χρόνια, εφόσον η χώρα μας κατάφερνε να πραγματοποιήσει πρωτογενή πλεονάσματα, όπως προέβλεπε το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος. Και πρόσθεσαν ότι μια ακόμα προϋπόθεση για την επιτυχία του προγράμματος ήταν η ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να ελέγξει τα ισχυρά συμφέροντα που παρεμπόδιζαν για δεκαετίες την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, υπήρχε ανησυχία ότι το ΔΝΤ θα επαναλάμβανε το λάθος που είχε κάνει όταν είχε ξεσπάσει η κρίση στην Ασία (1997-1998): να επιβάλλει αυστηρούς όρους σε ό,τι αφορούσε στις διαρθρωτικές αλλαγές, αγνοώντας τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Παρόλο που οι εμπειρογνώμονες παραδέχτηκαν ότι το πρόγραμμα θα αποτελούσε μια δοκιμασία για την ελληνική κοινωνία, αντέτειναν ότι ο ιδιωτικός τομέας στήριζε το πρόγραμμα και υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να καταργηθούν τα προνόμια στο δημόσιο τομέα.
Υπήρξε έντονος προβληματισμός για μια πιθανή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ορισμένοι από τους εκπροσώπους των αναδυόμενων χωρών, με τους οποίους είχα συζητήσει πριν από τη συνεδρίαση του ΔΣ στις 9 Μαΐου, υποστήριξαν ότι έλειπε από το πρόγραμμα ένα σημαντικό στοιχείο: η αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, πίστευαν ότι το «κούρεμα» του χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν επιβεβλημένο, ώστε να αποφευχθεί η μετατροπή του χρέους προς ιδιώτες σε χρέος προς τους επίσημους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς θεσμούς. Μάλιστα, ο εκπρόσωπος μιας αναδυόμενης χώρας υπογράμμισε ότι, και στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΔΝΤ διέπραττε τα ίδια λάθη με εκείνα που είχε κάνει στη χώρα του, με συνέπεια να οδηγηθεί στην πτώχευση το 2001. Το γεγονός που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξή μου ήταν η τοποθέτηση του εκπροσώπου μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας, ο οποίος υποστήριξε τις θέσεις των εκπροσώπων των αναδυόμενων χωρών σχετικά με την ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους. Ωστόσο, οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου είχαν διαβεβαιώσει τους εκπροσώπους αυτών των χωρών ότι οι ίδιες οι ελληνικές Αρχές είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
«Δεν επέμεινε στο κούρεμα»
Πράγματι, η ελληνική κυβέρνηση δεν επέμεινε στο «κούρεμα» του χρέους – προφανώς τόσο εξαιτίας των πιέσεων των Γερμανών και των Γάλλων, που ήθελαν να προστατεύσουν τις τράπεζες τους, όσο και εξαιτίας των πιέσεων άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης που εκτιμούσαν ότι μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα προκαλούσε τριγμούς στην Ευρωζώνη.
Σημαντικό ρόλο στην αποτροπή της αναδιάρθρωσης του χρέους διαδραμάτισε και ο πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος εξέφραζε την άποψη της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ αρνιόταν κατηγορηματικά να συμμετάσχει στην οποιαδήποτε συζήτηση περί αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Μάλιστα, όταν στη διάρκεια της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ ο Ντομινίκ Στρος Καν ζήτησε από τον πρόεδρο της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ να συζητήσουν για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ο τελευταίος αποχώρησε εμφανώς εκνευρισμένος.
Απαντώντας στην κριτική που άσκησαν οι εκπρόσωποι των αναδυόμενων χωρών σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους, οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών χωρών διαβεβαίωσαν ότι οι τράπεζες των χωρών τους θα συνέχιζαν να στηρίζουν την Ελλάδα και θα διατηρούσαν τα ελληνικά ομόλογα που είχαν αγοράσει. Βεβαίως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών χωρών δεν επαληθεύτηκαν στην πορεία. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ξεφορτώθηκαν ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών ομολόγων που είχαν στην κατοχή τους, είτε ρευστοποιώντας τα στην ημερομηνία λήξης τους είτε πουλώντας τα με έκπτωση στη δευτερογενή αγορά ομολόγων.
Υπήρξε, επίσης, προβληματισμός για το ενδεχόμενο να προκύψουν προβλήματα συνεργασίας εξαιτίας της πρωτόγνωρης σύμπραξης του ΔΝΤ με τους δυο ευρωπαϊκούς θεσμούς, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ. Οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου διαβεβαίωσαν ότι θα προστατεύσουν τα συμφέροντα του ΔΝΤ και ότι η συνεργασία είχε αρχίσει σε καλό κλίμα.
Κάποιοι εκπρόσωποι χωρών υπογράμμισαν ότι το ΔΝΤ θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα έναντι της αποπληρωμής των υπόλοιπων δανειστών, καθώς ανησυχούσαν για το αν η Ελλάδα θα επέστρεφε το δάνειο στο Ταμείο.
Εκβιαστική επιβολή
[...] Ακόμα και αν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης, ασφαλώς και θα έπρεπε να είχε φροντίσει να νοικοκυρέψει τα δημοσιονομικά της, αλλά και να αντιμετωπίσει τα μακροπρόθεσμα προβλήματα που οφείλονταν στις πελατειακές σχέσεις και στην αβουλία των πολιτικών της να πατάξουν τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση ήταν απαράδεκτη η εκβιαστική επιβολή στην Ελλάδα –κυρίως εκ μέρους των εταίρων της στην Ευρωζώνη– ενός προγράμματος που θα οδηγούσε σε μια τόσο μεγάλη συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, στην αύξηση της ανεργίας και στην εκτόξευση του χρέους σε δυσβάσταχτα επίπεδα.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας διέπραξαν και άλλα σοβαρά λάθη. Όπως έχει αναφέρει σε ένα άρθρο του ο διευθυντής του Ινστιτούτου Bruegel καθηγητής Ζαν Πιζανί-Φερί: ‘‘Το πρώτο λάθος των Ευρωπαίων αξιωματούχων ήταν ότι χρονοτρίβησαν επί μήνες μόνο για να δημιουργήσουν ένα μη ρεαλιστικό πρόγραμμα βοήθειας που προέβλεπε την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές μέχρι το 2013… Το δεύτερο λάθος της Ευρώπης ήταν η ασυνάρτητη αντίδρασή της στην κρίση φερεγγυότητας. Δυο στρατηγικές ήταν δυνατές: είτε μια πρόωρη μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, επομένως γρήγορη αποκατάσταση του αξιόχρεου, ή μια αμοιβαιότητα χρέους μεταξύ κρατών της Ευρωζώνης, αλλά οι Γερμανοί και οι Γάλλοι προσποιούνταν ότι η Ελλάδα ήταν φερέγγυα και της δάνειζαν με υψηλά επιτόκια, γεγονός που έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Χρειάστηκαν 18 μήνες για να εγκαταλειφθεί αυτή η πολιτική. Το τρίτο λάθος ήταν ότι έθεσαν λάθος προτεραιότητες. Από την αρχή της κρίσης το ΔΝΤ διέγνωσε ένα διπλό πρόβλημα: αδύναμα δημόσια οικονομικά και μεγάλη υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας. Δυστυχώς οι ιθύνοντες εστίασαν στο πρώτο. Το τέταρτο λάθος ήταν ότι δεν έγινε τίποτε για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Ένα πρόγραμμα προσαρμογής φέρνει απαραίτητα ύφεση, αλλά αυτό δε χρειάζεται να ανατρέπει τις προσπάθειες επιστράτευσης των εργαλείων για οικονομική ανάπτυξη. Το τελευταίο λάθος της Ευρώπης ήταν ένας βαθμός αδιαφορίας προς ένα δίκαιο καταμερισμό του βάρους. Αλλά η ΕΕ είναι μια πολιτική οντότητα που θέτει ως θεμελιώδη στόχο της την κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να ζητάει περικοπές στον κατώτατο μισθό και να βάζει ως δεύτερη προτεραιότητα την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στα υψηλά εισοδήματα. Η Ευρώπη μπορεί να επιπληχθεί για ένα εξαρχής καθυστερημένο, κακά σχεδιασμένο, ανισόρροπο και άδικο πρόγραμμα».
Ας επανέλθουμε, όμως, στο σοβαρότερο λάθος που διέπραξαν οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη: στην άρνησή τους να αποδεχτούν τις προτάσεις εκείνων που υποστήριζαν την άμεση αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας. Ευθύνη έχει και η τότε κυβέρνηση η οποία δεν πίεσε προς αυτή την κατεύθυνση τους Ευρωπαίους εταίρους μας και δεν εκμεταλλεύτηκε την άποψη του Ντομινίκ Στρος Καν ότι ήταν αναγκαία η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Αν η αναδιάρθρωση είχε συμπεριληφθεί στο πρώτο μνημόνιο, δε θα χρειάζονταν τόσο σκληρά δημοσιονομικά μέτρα για τη δημοσιονομική προσαρμογή και το πρόγραμμα θα είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Για παράδειγμα, τέσσερις μόλις ημέρες πριν από την έγκριση του πρώτου μνημονίου, η Citigroup είχε υπολογίσει ότι, αν γινόταν τότε η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με ποσοστό κουρέματος μόνο 30%, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειωνόταν στο 79% του ΑΕΠ, δηλαδή θα έφτανε στο μέσο όρο του δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης το 2009. Αν η αναδιάρθρωση γινόταν αργότερα, η Citigroup υπολόγιζε ότι το κούρεμα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, αν η αναδιάρθρωση του χρέους είχε περιληφθεί στο πρώτο μνημόνιο, τότε το ελληνικό δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα, το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν περίπου 272 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 115% του ΑΕΠ) στις 31 Δεκεμβρίου 2009. Οι ελληνικές τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους ομόλογα αξίας 40,9 δισεκατομμυρίων ευρώ (ή 15% του συνολικού χρέους), οι ξένες τράπεζες ομόλογα αξίας 76,3 δισεκατομμυρίων (ή 28% του συνολικού χρέους), τα διαχειριστικά ταμεία ομόλογα αξίας 51,7 δισεκατομμυρίων ευρώ (ή 19% του συνολικού χρέους), οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία ομόλογα αξίας 38,1 δισεκατομμυρίων (ή 14% του συνολικού χρέους), τα ταμεία διαχείρισης κεφαλαίων ομόλογα αξίας 27,2 δισεκατομμυρίων (ή 10% του συνολικού χρέους), τα επενδυτικά ταμεία ομόλογα αξίας 13,7 δισεκατομμυρίων (ή 5% του συνολικού χρέους), οι κεντρικές τράπεζες ομόλογα αξίας 13,7 δισεκατομμυρίων ευρώ (ή 5% του συνολικού χρέους) και διάφοροι επενδυτές ομόλογα αξίας 10,8 δισεκατομμυρίων (ή 4% του συνολικού χρέους). Η συνολική αξία των ομολόγων που κατείχαν οι φορείς αυτοί ήταν 272,5 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 115% του ΑΕΠ) στις 31 Δεκεμβρίου 2009. Αν γινόταν ένα κούρεμα του χρέους κατά 30% (81,8 δισεκατομμύρια ευρώ), τότε το συνολικό δημόσιο χρέος θα μειωνόταν στα 190,7 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 80,5% του ΑΕΠ). Επειδή, όμως, το χρέος είχε αυξηθεί το πρώτο τρίμηνο του 2010 κατά 11,8 δισεκατομμύρια, θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και αυτό το ποσό στο κούρεμα και, επομένως, το τελικό χρέος θα διαμορφωνόταν στα 202,5 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 85,4% του ΑΕΠ). Αν το κούρεμα ήταν 40%, τότε το χρέος θα περιοριζόταν στο 73,9% του ΑΕΠ ή στο 65,6% αν συνυπολογιζόταν και το χρέος της περιόδου Ιανουαρίου Μαΐου 2011.
Το Νοέμβριο του 2010, όμως, το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 αναθεωρήθηκε στο 15,5%, το χρέος στο 126,8% και το ονομαστικό ΑΕΠ στα 231 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν, λοιπόν, το Μάιο του 2010 το χρέος είχε κουρευτεί κατά 30%, τότε θα μειωνόταν στο 88,8% του ΑΕΠ (ή σε 205 δισεκατομμύρια ευρώ). Επομένως, θα χρειαζόταν ένα κούρεμα της τάξης του 40% για να διαμορφωθεί το χρέος στο 76,1% του ΑΕΠ (σε 175,7 δισεκατομμύρια ευρώ), λαμβανομένων υπόψη των αναθεωρήσεων του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ΑΕΠ για το 2009. Αλλά και με ένα τέτοιο κούρεμα θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί η δυναμική του χρέους, το οποίο θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί στο 110-120% του ΑΕΠ το 2013.
Το Μάιο του 2010, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να αντέξουν ένα κούρεμα των ομολόγων κατά 30%-40%, εφόσον η συνολική αξία των ομολόγων που είχαν στην κατοχή τους δεν ξεπερνούσε το 10% των κεφαλαίων τους και η κεφαλαιακή τους επάρκεια ήταν ακόμα ικανοποιητική (δείκτης Tier Ι 10,6%, στις 30 Σεπτεμβρίου 2009). Εξάλλου, όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια, οι ελληνικές τράπεζες άντεξαν το κούρεμα κατά 21% που αποφασίστηκε πολύ αργότερα, τον Ιούλιο του 2011, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Στις 31 Δεκεμβρίου 2009, οι 4 μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες είχαν ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας [total CAB ratio]. Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Εθνικής Τράπεζας ήταν 11,3%, της Eurobank-EFG ήταν 12,7%, της Alpha Bank ήταν 13,3% και της Τράπεζας Πειραιώς ήταν 9,8%. Με ένα κούρεμα της τάξης του 30%, οι δείκτες που προέκυπταν ήταν 7,4% για την Εθνική Τράπεζα, 9,6% για τη Eurobank-EFG, 11,9% για την Alpha Bank και 6,0% για την Τράπεζα Πειραιώς. Οι δείκτες αυτοί θα μπορούσαν να βελτιωθούν με μικρότερες αυξήσεις κεφαλαίου από τον ιδιωτικό τομέα ή και σε συνδυασμό με κρατική ενίσχυση.
Καθώς, λοιπόν, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να αντέξουν ένα κούρεμα των ομολόγων κατά 30%-40% με μια μικρή κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση, το ελληνικό κράτος θα δανειζόταν πολύ λιγότερα κεφάλαια για να καλύψει τις ανάγκες αυτές από εκείνα που τελικά θα δανειζόταν για τον ίδιο σκοπό το 2012. Τόσο οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου όσο και η εξυπηρέτηση του χρέους θα ήταν μικρότερες, ενώ το συνολικό χρέος δε θα έφτανε σε μη βιώσιμα επίπεδα προτού σταθεροποιηθεί. Το πρόγραμμα προσαρμογής δε θα προκαλούσε μεγάλη ύφεση και η πραγματική οικονομία θα μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία της κάτω από ομαλότερες συνθήκες.
Βεβαίως η αναδιάρθρωση θα είχε κόστος και για τις ξένες τράπεζες –κυρίως τις γερμανικές και τις γαλλικές– που είχαν στην κατοχή τους ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, με συνέπεια να χρειαστούν και αυτές μια μικρή κεφαλαιακή στήριξη από τις χώρες τους. Αυτό, όμως, θα προκαλούσε πολιτικά προβλήματα στις αντίστοιχες κυβερνήσεις –κυρίως στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας–, καθώς θα έπρεπε να εξηγήσουν στους φορολογουμένους τους ότι στηρίζουν τις τράπεζές τους, επειδή ζημιώθηκαν από τις απώλειες τις οποίες υπέστησαν από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που είχαν αγοράσει. Ήταν ευκολότερο για τις δύο αυτές κυβερνήσεις να πουν στη γερμανική και τη γαλλική κοινή γνώμη ότι, στο πλαίσιο ενός αυστηρού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, θα δανείσουν την Ελλάδα για να καλύψει τις υποχρεώσεις της, παρά να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζές τους με χρήματα των φορολογουμένων. Με αυτό τον τρόπο, θα έδιναν επίσης χρόνο στις τράπεζές τους να απαλλαγούν από ένα μεγάλο ποσοστό των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν και να προβούν σε αυξήσεις κεφαλαίων με ίδια μέσα, δηλαδή από ιδιωτικές πηγές.
[...] Εκείνοι που αρνήθηκαν ή δεν επέμειναν στην έγκαιρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (κυρίως η Γερμανία, η Γαλλία, η ΕΚΤ, οι ξένες τράπεζες και τα διάφορα επενδυτικά ταμεία) ευθύνονται για την απελπιστική κατάσταση στην οποία οδηγήθηκε η ελληνική οικονομία με την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου.
Η πρωτοφανής υποκρισία των Ευρωπαίων ηγετών στο ζήτημα της άμεσης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, ενώ κατόπιν απαίτησης της Γερμανίας προκειμένου να αποθαρρύνονται οι τράπεζες να χρηματοδοτούν τις δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες, αποφασίστηκε στη διάρκεια της συνάντησης της Ντοβίλ η ίδρυση του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας [ΕΜΣ - European Stability Mechanism], στην αρμοδιότητα του οποίου θα υπάγονταν οι αναδιαρθρώσεις χρεών και θα άρχιζε να λειτουργεί τον Ιούλιο του 2013 (στη συνέχεια, η έναρξη λειτουργίας του επισπεύστηκε για τον Ιούλιο του 2012), την ίδια στιγμή αφαίρεσαν από την Ελλάδα τη δυνατότητα να προχωρήσει σε κούρεμα του χρέους της. Δυστυχώς, όμως, ούτε η χώρα μας το επιδίωξε. Και αυτό επειδή οι Ευρωπαίοι ηγέτες φοβήθηκαν ότι η άμεση αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη δανειοληπτική ικανότητα των άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Αλλά και οι ευρωπαϊκές τράπεζες πίεσαν τις κυβερνήσεις τους να αναβληθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ώστε να κερδίσουν χρόνο και να μπορέσουν να απαλλαγούν όσο το δυνατόν περισσότερα ελληνικά ομόλογα.
Τελικά, οι ξένες τράπεζες κατέφεραν να περιορίσουν την έκθεσή τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα και, επομένως, τις ζημίες τους από το μεγαλύτερο κούρεμα (53% περίπου), το οποίο αποφασίστηκε στις 26-27 Οκτωβρίου 2011. Πιο συγκεκριμένα, οι ξένες τράπεζες είχαν στην κατοχή τους το Δεκέμβριο του 2009 ελληνικά ομόλογα αξίας 76 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, ενώ η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ανερχόταν σε 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Τον Ιούλιο του 2011, οι ξένες τράπεζες είχαν μειώσει την έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα στα 38 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου, ενώ αντίθετα οι ελληνικές τράπεζες την είχαν αυξήσει στα 41 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν, λοιπόν, το Μάιο του 2010 η αξία των ελληνικών ομολόγων είχε κουρευτεί κατά 40%, οι ξένες τράπεζες θα έχαναν 30 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου και οι ελληνικές τράπεζες 16 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Με το κούρεμα της τάξης του 53% περίπου, το οποίο πραγματοποιήθηκε βάσει της συμφωνίας της 26ης-27ης Οκτωβρίου, οι ξένες τράπεζες έχασαν 20 δισεκατομμύρια ευρώ – δηλαδή, 10 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα από όσα θα είχαν χάσει αν το κούρεμα είχε γίνει το Μάιο του 2010. Αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες έχασαν 22 δισεκατομμύρια ευρώ – δηλαδή, 8 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από όσα θα είχαν χάσει αν το κούρεμα είχε γίνει το Μάιο του 2010.
Το δικαίωμα στην αναδιάρθρωση
Η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, είχε το δικαίωμα να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους της. Οι τράπεζες που το είχαν χρηματοδοτήσει έπρεπε να αποδεχτούν την αρχή του «ηθικού κίνδυνου» [moral hazard] βάσει της οποίας λειτουργούν – δηλαδή, ότι είναι υπεύθυνες για το ρίσκο που αναλαμβάνουν με τις διάφορες χρηματοδοτήσεις και επενδύσεις τους. Η Ελλάδα δεν ευθυνόταν αν η Ευρωζώνη δεν είχε δημιουργήσει πλέγματα ασφαλείας απέναντι στις αγορές, τα οποία θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις χώρες-μέλη της σε περιόδους κρίσης. Δυστυχώς, η Ελλάδα εκβιάστηκε και εξαναγκάστηκε να αποδεχτεί τους όρους του μνημονίου, τους οποίους επέβαλαν κυρίως οι Γερμανοί όχι για να σωθεί η Ελλάδα, αλλά για να «πονέσει» και να παραδειγματιστούν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, ώστε να μην ακολουθήσουν τον αλόγιστο δημοσιονομικό δρόμο της Ελλάδας.
Οι Γερμανοί δεν έχουν διδαχτεί από την ιστορία τους. Ασφαλώς δε θέλουν να θυμούνται ότι, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διεθνής κοινότητα διέγραψε το μισό περίπου χρέος της Γερμανίας. Και αυτό για να μην επιβαρυνθεί δυσβάσταχτα η Γερμανία και εκμεταλλευτεί τη δύσκολη κατάσταση ένας νέος Χίτλερ, όπως είχε συμβεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, στις 27 Φεβρουαρίου 1953, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Λονδίνου να μειώσουν κατά 43% το προπολεμικό χρέος της Γερμανίας (13,5 δισεκατομμύρια μάρκα), αλλά και τα μεταπολεμικά χρέη της (15-16 δισεκατομμύρια μάρκα).
Εκφράζοντας την αντίθεσή του στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Τζούλιο Τρεμόντι έχει δηλώσει σε μια ελληνική εφημερίδα: ‘‘Το 1953, η Ελλάδα, μαζί με όλες τις άλλες χώρες, υπέγραψε τη συνθήκη αναδιάρθρωσης του γερμανικού χρέους. (Η υπογραφή αυτή της Ελλάδας δεν αφορούσε το κατοχικό δάνειο.) Τι άλλαξε από τότε; Ο καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ έλεγε ότι πρώτα έρχεται η Ευρώπη και υστέρα η Γερμανία. Πρώτα η Ένωση και ύστερα το κράτος-έθνος. Αυτή η λογική, ίσως, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σήμερα, με χρήσιμο τρόπο για την Ελλάδα’’. Όμως, οι Γερμανοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο.
[...] Παρά τις καθησυχαστικές αυτές εξελίξεις στην Ελλάδα, ο Ντομινίκ Στρος Καν εξακολουθούσε να ανησυχεί για την ανοδική πορεία του δυσβάσταχτου χρέους. Στις 28 Ιουνίου, με κάλεσε και πάλι στο γραφείο του και μου είπε: ‘‘Πρέπει να πεις στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και στον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου να πιέσουν την Ευρωζώνη να αποδεχτεί την αναδιάρθρωση του χρέους σας. Πιστεύω ότι η αναδιάρθρωση πρέπει να αρχίσει να υλοποιείται από το Σεπτέμβριο του 2010’’. Του απάντησα ότι συμφωνούσα και ότι θα μεταβίβαζα την άποψή του στον Γιώργο Παπανδρέου και τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
Στις 19 Ιουλίου 2010, λίγες ημέρες πριν αναχωρήσω για την Αθήνα, όπου θα άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις για την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου, ο Ντομινίκ Στρος Καν προσκάλεσε εμένα και τη σύζυγό μου να δειπνήσουμε στο σπίτι του. Εκεί γνώρισα τον Τζιμ Χόγκλαντ, έναν έμπειρο και αξιόλογο αρθρογράφο της Washington Post, που έχει τιμηθεί δυο φορές με το βραβείο Πούλιτζερ. Συζητήσαμε για τις διεθνείς εξελίξεις και ιδιαίτερα για την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία. Ο Ντομινίκ Στρος Καν δεν είχε ακόμα αποφασίσει αν θα ήταν υποψήφιος στις επερχόμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές. Όμως, άφησε να εννοηθεί ότι θα ήθελε να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας του, ώστε να βοηθήσει στην επίλυση των σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Τον ανησυχούσε, επίσης, το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν είχε ικανούς ηγέτες ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους. Διαφάνηκε από τη συζήτησή μας ότι ο Ντομινίκ Στρος Καν θα ήταν ο πιο κατάλληλος πολιτικός για να διεκδικήσει την προεδρία της Γαλλίας. Ωστόσο, η σύζυγός του Αν Σινκλέρ δεν ήθελε να εμπλακεί ο Ντομινίκ Στρος Καν σε ένα βρόμικο προεκλογικό αγώνα και προτιμούσε να μείνουν στις ΗΠΑ.
Στις 23 Ιουλίου 2010, έφτασα στην Αθήνα για να παρευρεθώ στις συναντήσεις που θα είχε η τρόικα με τις ελληνικές Αρχές στο πλαίσιο της σύνταξης της πρώτης έκθεσης προόδου, ώστε να εγκριθεί η εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Στις 5 Αυγούστου ενημέρωσα τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και, στη συνέχεια, τον πρόεδρο του ΟΔΔΗΧ Πέτρο Χριστοδούλου για τις θέσεις του Ντομινίκ Στρος Καν σχετικά με το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Και οι δυο ξαφνιάστηκαν, αλλά ο Πέτρος Χριστοδούλου φάνηκε να συμφωνεί με την αναδιάρθρωση. Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ήταν περισσότερο επιφυλακτικός, γνωρίζοντας προφανώς τις αντιδράσεις των εταίρων μας στην Ευρωζώνη και, ειδικότερα, του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ και του αντιπροέδρου της Λουκά Παπαδήμου. Ο Λουκάς Παπαδήμος, που αργότερα ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, ήταν επηρεασμένος από την αρνητική στάση της ΕΚΤ σε ό,τι αφορούσε στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Μερικές μόνο ημέρες πριν διοριστεί πρωθυπουργός της Ελλάδας, είχε αρθρογραφήσει στη Financial Times κατά του μεγάλου κουρέματος του ελληνικού χρέους. Όμως, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, παρουσίασε το κούρεμα του ελληνικού χρέους ως μια κυβερνητική επιτυχία.
Επειδή μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι είχα ενημερώσει εγκαίρως τον υπουργό Οικονομικών για το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους, οφείλω να αναφερθώ σε ένα ηλεκτρονικό μου μήνυμα στις 11 Ιουνίου 2011, όπου του υπογράμμιζα τα εξής: ‘‘Ωστόσο, θέλω να υπενθυμίσω ότι από τον Αύγουστο του 2010 η προσωπική άποψη του Ντομινίκ Στρος Καν και ορισμένων συνεργατών του ήταν ότι μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το συντομότερο δυνατόν, θα ήταν η καλύτερη λύση. Αυτή την άποψη συνεχίζουν ακόμα να υποστηρίζουν τρία Τμήματα του Ταμείου, λέγοντας μάλιστα ότι με ένα PSI τύπου “rolling over” ή “reprofiling” απλώς αγοράζεις χρόνο’’.
Roumeliotis, Panagiotis
From: ROUMELIOTHS PANAGIOTHS [prglobal@otenet.gr]
Sent: Saturday. June 11, 2011 11:24 AM
To: gpapak@otenet.gr
Cc: Roumeliotis. Panagiotis
NON PAPER
Από την τελευταία συζήτηση του ΔΣ του ΔΝΤ σχετικά με την Ελλάδα προκύπτουν τα εξής:
1. Μετά την παραίτηση του DSK, υπάρχει εμφανής έλλειψη “leadership” στο ΔΝΤ. Τη νέα αυτή κατάσταση εκμεταλλεύονται μέλη του ΔΣ, όπως η Βραζιλία, Ινδία και Ρωσία, ώστε να αμφισβητήσουν το “sustainabllity” του ελληνικού δημόσιου χρέους και ν’ αποτρέψουν έτσι την οποιαδήποτε νέα χρηματοδότηση της Ελλάδας από το Ταμείο. Τα μέλη αυτά προειδοποίησαν επίσης ότι δε θα δεχθούν καμία νέα συμφωνία της διοίκησης του ΔΝΤ με την ΕΕ για χρηματοδοτική στήριξη της Ελλάδας, αν προηγουμένως δε συζητηθεί το θέμα αυτό στο ΔΣ του Ταμείου.
(Σε κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Ρώσο ομόλογό μου, μού ομολόγησε ότι θα εισηγηθεί στην κυβέρνησή του την καταψήφιση ενδεχόμενης πρότασης της ελληνικής κυβέρνησης για νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι η Ελλάδα έχει ήδη στηριχθεί με υπέρογκα δάνεια από το Ταμείο και ο κίνδυνος για το ΔΝΤ από την παροχή νέου δανείου προς την Ελλάδα είναι πολύ μεγάλος).
Είναι φανερό άτι τα μέλη αυτά του ΔΣ αμφισβητούν άμεσα τη συμφωνία μεταξύ DSK και ΕΕ με βάση την οποία η χρηματοδοτική στήριξη χωρών της ευρωζώνης που εντάσσονται σε πρόγραμμα θα προκύπτει κατά τα 2/3 από πόρους της ΕΕ και κατά το 1/3 από το ΔΝΤ.
2. To staff του ΔΝΤ συνεχίζει να στηρίζει το ελληνικό πρόγραμμα, υπογραμμίζοντας ότι “all perfomane critiria have been met by end of March 2011 and Greek Public Debt is sustainable”. Στηρίζει επίσης το PSI (Private Sector Involment).
(Ωστόσο, θέλω να υπενθυμίσω ότι από τον Αύγουστο του 2910 η προσωπική άποψη του DSK και ορισμένων συνεργατών του ήταν ότι μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το συντομότερο δυνατόν, θα ήταν η καλύτερη λύση. Αυτή την άποψη συνεχίζουν ακόμα να υποστηρίζουν τρία Departments του Ταμείου, λέγοντας μάλιστα ότι με ένα PSI τύπου rolling over ή reproflling “you just buy time”).
3. Τα μέλη του ΔΣ του ΔΝΤ που προέρχονται από χώρες της ΕΕ εμφανίζονται διχασμένα. Άλλα είναι υποστηρικτικά (π.χ. Γερμανία), άλλα θέτουν θέμα collaterals (π.χ. Ολλανδία, Φινλανδία) και άλλα είναι εξαιρετικά αρνητικά παρομοιάζοντας την κατάσταση της Ελλάδας με εκείνη της Αργεντινής (π.χ. Βέλγιο).
4. Οι ΗΠΑ φαίνεται να εξακολουθούν να υποστηρίζουν την Ελλάδα. (Σε κατ’ ιδίαν συζήτηση με την εκπρόσωπό τους στο ΔΣ του ΔΝΤ, μού εξέφρασε την ανησυχία των ΗΠΑ για τον κίνδυνο “contagion” και τη διατηρησιμότητα του ελληνικού χρέους).
Επομένως, εκτιμώ ότι σε αυτή τη φάση τουλάχιστον θα στηρίξουν πρόταση για νέα χρηματοδότηση της Ελλάδος από το ΔΝΤ.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εάν η Κυβέρνηση αποφασίσει να υποβάλει πρόταση για νέο πρόγραμμα στο ΔΝΤ, είναι σκόπιμο να γίνουν ορισμένες ενέργειες, όπως:
1. Να εξασφαλισθεί εκ των προτέρων η στήριξη από τα μέλη του ΔΣ του ΔΝΤ που εκπροσωπούν ευρωπαϊκές χώρες (αυτό θα πρέπει να γίνει σε επίπεδο ΕΕ).
2. Να επιδιωχθεί η στήριξη του προγράμματος από τη Βραζιλία, Ινδία, Ρωσία και Κίνα. Μια τηλεφωνική επαφή του πρωθυπουργού με τους ομολόγους του των χωρών αυτών κρίνεται απαραίτητη, τουλάχιστον για να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις τους στο ΔΣ του ΔΝΤ.
3. Θα πρέπει να επαληθεύεται μέχρι την τελευταία στιγμή η θετική στάση των ΗΠΑ, Καναδά και Ν. Ζηλανδίας-Αυστραλίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Χωρίς την εξασφάλιση πλειοψηφίας 60-70% υπέρ ενός νέου πιθανού ελληνικού αιτήματος για χρηματοδοτική στήριξη από το ΔΝΤ, η επερχόμενη συζήτηση στο ΔΣ θα μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία του ελληνικού Μνημονίου.
Στη συνάντησή μου με τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου του επανέλαβα τις απόψεις του Ντομινίκ Στρος Καν για την αναδιάρθρωση του χρέους. Προς τιμήν του, μου είπε: ‘‘Πες μου πώς μπορώ να εξαναγκάσω τους εταίρους μας να δεχτούν την αναδιάρθρωση;’’ Του απάντησα ότι, με τη βοήθεια του Ντομινίκ Στρος Καν, θα μπορούσε να τους πείσει. Ο Γιώργος Παπανδρέου μου είπε ότι ήθελε προηγουμένως να συστήσει μια επιτροπή που θα εξέταζε το ζήτημα. Μου ζήτησε, μάλιστα, να συμμετέχω στην επιτροπή. Δυστυχώς, όμως, ουδέποτε με κάλεσαν να παρευρεθώ στις εργασίες της επιτροπής. Προφανώς, οι συνεργάτες του πρωθυπουργού θα τον έπεισαν ότι δε θα έπρεπε να ζητήσει από τους ηγέτες της Ευρωζώνης την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Συνεχίζοντας στη συζήτησή μου με τον πρωθυπουργό, τον ενημέρωσα ότι οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ ανησυχούσαν για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων. Του πρότεινα, μάλιστα, να αναλάβει έναν πιο ενεργητικό συντονιστικό ρόλο, επειδή διαφαινόταν ότι, αν συνεχίζονταν οι αργοί ρυθμοί υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, τότε κινδυνεύαμε να χάσουμε την εκταμίευση μιας ή και περισσότερων δόσεων.
Τέλος, του ζήτησα να με απαλλάξει από τα καθήκοντά μου στο ΔΝΤ, όπως εξάλλου μου είχε υποσχεθεί, ώστε να μπορέσω να αναλάβω τα νέα μου καθήκοντα στην Ένωση για τη Μεσόγειο. Δυστυχώς, όμως, το Υπουργείο Οικονομικών καθυστερούσε να αποφασίσει ποιος θα ήταν ο αντικαταστάτης μου και, άρα, δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τη θέση μου στο ΔΝΤ. Μου υποσχέθηκαν πάντως ότι, μέχρι το Δεκέμβριο του 2010, που θα εγκρινόταν η εκταμίευση της τρίτης δόσης του δανείου, θα είχαν επιλέξει το άτομο που θα πήγαινε στη θέση μου στο ΔΝΤ [...]»