Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Πληθαίνουν τα μέτωπα για την Τουρκία


χάρτης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στους Νιου Γιορκ Τάιμς
του Γιάννη Ξένου από τη Ρήξη φ. 88 που κυκλοφορεί

Συριακό, κουρδικό και στο βάθος ιρακινό, αυτή είναι η σειρά των κρίσιμων ζητημάτων που αντιμετωπίζει η τουρκική εξωτερική πολιτική το τελευταίο διάστημα. Οι εξαγγελίες του Νταβούτογλου περί «μηδενικών προβλημάτων», με τους γείτονες που θα θέλγονταν από το τουρκικό παράδειγμα, διαψεύδονται καθημερινά. Η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική τον Ιούνιο του 2011, όταν το AKP κέρδισε για τρίτη συνεχόμενη φορά τις εκλογές με ποσοστό 49,9%. Ο Ερντογάν, μέσω μυστικών συνομιλιών με τους Κούρδους και υποσχέσεων ότι μετά τις εκλογές θα επίλυε το ζήτημα, είχε επιτύχει μια σχετική ηρεμία, το διάστημα πριν τις εκλογές, στο Κουρδικό. Αμέσως μετά τις εκλογές ξέχασε τις υποσχέσεις του, εξαπέλυσε κύμα διώξεων κατά των Κούρδων αντιστασιακών, και όχι μόνο, αλλά και σε χιλιάδες αριστερούς, ενώ απαγόρευσε κάθε επαφή του Οτσαλάν με τους δικηγόρους και τους οικείους του. Με την τουρκική οικονομία να καλπάζει το 2011 με ρυθμό ανάπτυξης 8,5%, με την κεμαλική αντιπολίτευση να μην μπορεί να σηκώσει κεφάλι, με την κόντρα με το Ισραήλ να αναβαθμίζει την Τουρκία ως τη σημαντικότερη ισλαμική χώρα, αλλά και τις σχέσεις με το Ιράν να αποκτούν νέα βαρύτητα και πολλοί να προεξοφλούν ιρανοτουρκικό άξονα, η Τουρκία φαινόταν να είναι η ανερχόμενη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή και ο ίδιος ο Ερντογάν βρισκόταν στο ζενίθ της φήμης του.
Ίσως η αιφνίδια εκτίναξη της Τουρκίας να ενεργοποίησε φοβικά αντανακλαστικά σε διάφορες χώρες. Έτσι, αυτό το καλοκαίρι, η ευκαιρία που ανοίχτηκε στην Τουρκία, με τη συριακή κρίση, να επεκτείνει την επιρροή της σε μια γειτονική χώρα, αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ως η πιο άστοχη επιλογή του Ερντογάν από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Στην Τουρκία πριν το συνέδριο του AKP δύο σενάρια υπήρχαν για το συριακό. Το ένα έλεγε ότι πρέπει να πατήσουν λίγο φρένο στο Συριακό και να μειώσουν την πίεση για αποχώρηση του Άσαντ, αφού και οι Αμερικανοί αρχίζουν να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το καθεστώς της Συρίας. Το δεύτερο έλεγε ότι, πριν τελματωθεί περαιτέρω η κατάσταση, να δράσουν άμεσα. Μετά την επίθεση που δέχτηκε η Τουρκία από συριακό έδαφος, χωρίς να ξέρουν αν ήταν Κούρδοι, αντιστασιακοί ή καθεστωτικοί αυτοί που την έκαναν, ο Ερντογάν έχει τη δικαιολογία που χρειάζεται για να προχωρήσει το δεύτερο σενάριο. Αλλά και πάλι, παρόλο που πήρε το πράσινο φως από τη Βουλή,η τουρκική κυβέρνηση δεν φαίνεται έτοιμη να κάνει το μεγάλο βήμα. Οι χειρισμοί Ερντογάν – Νταβούτογλου στο συριακό ξεσηκώνουν αντιδράσεις και στο εσωτερικό της Τουρκίας. σε πρόσφατη δημοσκόπηση το 56% των πολιτών δεν εγκρίνει την ακολουθούμενη πολιτική, ενώ την Πέμπτη 4 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκαν έξω από τη τουρκική Βουλή αντιπολεμικές διαδηλώσεις.
Το άλλο μεγάλο αγκάθι είναι το Κουρδικό, όπου κάθε εβδομάδα οι αντάρτες του PKK καταφέρουν αιματηρά πλήγματα στον τουρκικό στρατό. Υπάρχει μάλιστα η καταγγελία του Τούρκου βουλευτή του AKP, Σαμίλ Ταγιάρ, ότι Τούρκοι διοικητές συνδιαλέγονται με τους αντάρτες για να μη χτυπήσουν τα στρατόπεδα και τα φυλάκιά τους και σε αντάλλαγμα να τους επιτρέψουν τη διέλευση για να χτυπήσουν γειτονικά! Αν αυτή η καταγγελία αληθεύει, σημαίνει ότι οι αδιάκοπες επιθέσεις του PKK έχουν καταβάλει σε σημαντικό βαθμό το ηθικό του τουρκικού στρατού. Κάτι που επίσης προβλημάτισε την τουρκική κυβέρνηση ήταν πρόσφατο δημοσίευμα των Νιου Γιορκ Τάιμς, σχετικά με τα νέα κράτη που θα δημιουργηθούν τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσα σε αυτά συμπεριέλαβαν και το Κουρδιστάν, μάλιστα σε χάρτη που συνόδευε το κείμενο, παρουσιαζόταν το αυτόνομο Κουρδιστάν του Β. Ιράκ ως ήδη ανεξάρτητο κράτος, ενώ οι περιοχές που κατέχουν η Τουρκία, η Συρία και το Ιράν, ως κουρδικά εδάφη. Ο Ερντογάν, υπολογίζοντας όλα αυτά, την προηγούμενη εβδομάδα άνοιξε ένα παράθυρο για έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Κούρδους. Φυσικά, ο όρος που έθεσε, να παραδώσουν πρώτα οι αντάρτες τα όπλα τους και μετά να ξεκινήσει διάλογος, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτός από το PKK, αλλά και μόνο ότι ανοίγει αυτόν το δρόμο και δοκιμάζει τις σχέσεις του με τους φασίστες Γκρίζους Λύκους, που θα τους χρειαστεί στο επόμενο διάστημα, είναι ενδεικτικό της κατάστασης που βρίσκεται.
Γράφημα που επίσης δημοσιεύτηκε στους Νιου Γιορκ Τάιμς 
Και σαν μην έφταναν το Συριακό και Κουρδικό, στον ορίζοντα διαφαίνεται να ανοίγει νέο μέτωπο με το Ιράκ. Ο Ιρακινός πρωθυπουργός, Νούρι αλ Μάλικι (σιίτης στο θρήσκευμα), αρνήθηκε την πρόσκληση του Ερντογάν να παραστεί στο συνέδριο του AKP. Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι τεταμένες, επειδή η Τουρκία παρέχει άσυλο στον Ιρακινό αντιπρόεδρο Τάρεκ αλ Χασεμί (σουνίτης), ο οποίος στο Ιράκ έχει καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο με την κατηγορία ότι είχε δώσει εντολή για δύο δολοφονίες. Αυτή την εβδομάδα έσκασε νέα βόμβα από το Ιράκ: Η ιρακινή κυβέρνηση, μέσω του εκπροσώπου της, Αλί Νταμπάγκχ, κάλεσε την Τουρκία να σταματήσει να επιτίθεται στους Κούρδους αντάρτες, από τις ημιαυτόνομες περιοχές του ιρακινού Κουρδιστάν, που τυπικά είναι ιρακινή επικράτεια. Ζήτησε επίσης να φύγουν οι ξένες βάσεις από το ιρακινό έδαφος. Η Τουρκία, ήδη από το 1995 είχε συμφωνήσει με τον Σαντάμ Χουσεΐν να δημιουργήσει στρατιωτική βάση στο Β. Ιράκ, για να διευκολύνει την αντιμετώπιση του PKK. Τώρα η νέα ιρακινή κυβέρνηση ζητά από την Τουρκία να κλείσει τη βάση της στην οποία στρατοπεδεύουν 1.000 στρατιώτες, και ουσιαστικά θέλει να βοηθήσει το PKK σε μια περίοδο που πιέζεται στρατιωτικά από την Τουρκία, απελευθερώνοντάς του διέξοδο προς το Ιράκ.
Το κύρος της Τουρκίας στον μουσουλμανικό κόσμο παραμένει υψηλό, αλλά περιορίζεται σταδιακά στον σουνιτικό κόσμο, ενώ οξύνονται οι αντιθέσεις με τον σιϊτικό. Από την άλλη πλευρά, ενώ προσπαθούσε να αποδεσμευθεί από τις ΗΠΑ, το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας του Συριακού, αγκιστρώνεται και πάλι σ’ αυτές. Ο νεοθωμανισμός συναντά τα όρια του∙ κάτι που το βλέπουμε και στην τουρκική οικονομία, η οποία φέτος θα αναπτυχθεί κατά 3%, αντί 4% που ήταν οι προβλέψεις, και μέσα στο AKP υπάρχουν φωνές (π.χ. του υπ. Οικονομικών Μπαμπατσάν) που αναφέρουν ότι η ψαλίδα εισαγωγών-εξαγωγών ανοίγει ανησυχητικά υπέρ των πρώτων και πρέπει να ακολουθηθεί μια πιο σφιχτή οικονομική πολιτική.