Ποιοι κυβερνούσαν επί χρόνια και ακόμα
κρατούν τα ηνία του κράτους στα χέρια τους; Με αφορμή την υπόθεση του
κολλητού του ανεκδιήγητου ΓΑΠ, του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος αν
δεν μεταβεί κάπου στη Λατινική Αμερική ή στην Καραϊβική από την
Ολλανδία, δύσκολα θα γλιτώσει τη φυλάκιση, ρίξαμε μια «αδιάκριτη» ματιά
στην ιστορία...
Ο... Γκοτζαμάνης!
Στη μεγάλη δίκη των υπουργών της
δωσιλογικής κυβέρνησης, ο τότε φυγόδικος Σωτ. Γκοτζαμάνης, υπουργός
Οικονομικών του «αείμνηστου» (όπως τον αποκαλεί ο ίδιος) Τσολάκογλου,
καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Τελικά, τη γλίτωσε, με άνωθεν
παρεμβάσεις και (ν)τροπολογίες.
Μάλιστα, γλίτωσε και τη δήμευση της
περιουσίας του με νέα άνωθεν παρέμβαση. Το 1954, ενόψει της καθόδου του
ως υποψηφίου... δημάρχου Θεσσαλονίκης και έχοντας στο ψηφοδέλτιό του ως
υπ. δημοτικό σύμβουλο τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, θείο του Γιώργου
Παπακωνσταντίνου, ο οποίος πλέον προβάρει τη στολή με τις ρίγες αν και
δεν είναι Αποκριές, εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής» (Θεσσαλονίκη 1954), όπου προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Διαβάστε (αφάγωτοι καλύτερα):
«Με την είδοδον των ξένων στρατευμάτων
εν τη χώρα μας εδημιουργήθη αυτομάτως το ζήτημα της συντηρήσεως αυτών.
Ζήτημα σοβαρώτατον από απόψεως επισιτιστικής, διότι εις την
κατεστραμμένην εκ του πολέμου Ελλάδα προσετίθεντο νέοι καταναλωταί. Από
απόψεως οικονομικής, διότι η μικρά και πτωχή Ελλάς υποχρεούτο κατά τους
διεθνείς νόμους να εξεύρη τα μέσα προς κάλυψιν των δαπανών των
κατακτητών.
Τα ξένα στρατεύματα έλυσαν κατ’ αρχάς το
οικονομικόν ζήτημα, κατά τον απλούστερον και πρακτικώτερον δι’ αυτά
τρόπον, θέσαντα εις αναγκαστικήν κυκλοφορίαν τα μάρκα κατοχής και τας
λιρέττας του Αιγαίου. Η αθρόα όμως και ανεξέλεγκτος κυκλοφορία των ξένων
νομισμάτων, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω, ουδεμίαν είχον κυκλοφορίαν εις
τας οικείας χώρας, Γερμανίαν και Ιταλίαν, εδημιούργησεν δικαιολογημένον
πανικόν και πλήρη νομισματικήν αναρχίαν...» Και κάπου εδώ αρχίζουν τα
ακόμα πιο εξωφρενικά: «Καθημερινώς εδημιουργείτο άχαρις και σκληρός
αγών, όχι πάντοτε χωρίς προσωπικούς κινδύνους, οσάκις η άρνησις εις τας
προβαλλόμενας αξιώσεις προσελάμβανε μορφήν αντιδράσεως εις τας ανάγκας
και τα σχέδια τα πολεμικά.
Δυστυχώς ο συνεχής αυτός αγών, από
κομματικήν εμπάθειαν και άγνοιαν, από απερισκεψίαν της αστικής τάξεως,
από ασυνειδησίαν και ατολμίαν δικαστικών τινών, εχαρακτηρίσθη ως
συνεργασία μετά του εχθρού». Ο δωσίλογος Σωτήριος Γκοτζαμάνης λοιπόν...
Αυτός για τον οποίον ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, θείος του Γιώργου
Παπακωνσταντίνου και διερμηνέας επί Κατοχής των Γερμανών στην Κοζάνη,
είπε το 1954 πως αποτελεί τη «μεγαλυτέρα ζώσα πολιτική φυσιογνωμία της
Ελλάδος». Για να δούμε λοιπόν ποιοι είναι πραγματικά οι Παπακωνσταντίνου
και πώς βρέθηκαν με εκατομμύρια ευρώ στους λογαριασμούς τους...
Οι Παπακωνσταντίνου
Δυστυχώς για κάτι τύπους σαν αυτούς,
υπάρχουν ερευνητές όπως ο Δημοσθένης Κούκουνας, που απλά γράφουν την
ιστορία, με όπλο τους την απόλυτη στοιχειοθέτηση των όσων παραθέτουν.
Για να δούμε λοιπόν για τα κατοχικά δάνεια και γιατί ποτέ δεν
διεκδικήθηκαν από τους Παπακωνσταντίνου, τον Μιχάλη (ΥΠΕΞ επί Μητσοτάκη)
και Γιώργο (ΥΠΟΥΡΓΟ Οικονομικών επί των ημερών του ΓΑΠ).
Ας αφήσουμε τον αξιόλογο συνάδελφο και
ιστορικό Δημοσθένη Κούκουνα να μας τα πει ο ίδιος, μέσα από τις σελίδες
του πολύ καλού βιβλίου του «Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και η
Αλήθεια για τα Κατοχικά Δάνεια (Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2012), το οποίο
βρίθει αποκαλύψεων για τα όσα έγιναν επί Κατοχής, ξεσκεπάζοντας τον ρόλο
πολλών:
«Επί επτά συναπτές δεκαετίες γίνεται
πολύς και εκτενής λόγος για το ζήτημα των κατοχικών δανείων... Πρόκειται
για χρηματικές προκαταβολές που εξαναγκάστηκε το ελληνικό κατοχικό
κράτος να δίνει στους κατακτητές, ακριβώς ως δάνεια που επρόκειτο να
εξοφληθούν μετά το τέλος του πολέμου. Η αξίωση αυτή δεν είναι ούτε
επανορθώσεις ούτε αποζημιώσεις για θύματα και πάσης φύσεως απώλειες ή
ζημίες.
Καθαρά πρόκειται για νομική μορφή
δανείου που όφειλε να επιστραφεί από τη μεταπολεμική γερμανική
κυβέρνηση, ως νόμιμη διάδοχο του χιτλερικού καθεστώτος, το οποίο είχε
δεσμευθεί να το πράξει. Αυτά ως προς τη Γερμανία, διότι ως προς την
Ιταλία το θέμα έχει άλλη διάσταση... Καλώς ή κακώς επί των ημερών μιας
κατοχικής κυβέρνησης δημιουργήθηκε ένα είδος δανειακής σύμβασης, η οποία
όριζε ότι το ποσόν που είχαν αρπάξει οι κατακτητές θα επιστρεφόταν όταν
θα τελείωνε ο πόλεμος. Αλλά οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν
επέδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον για να διεκδικήσουν την οφειλή.
Η βασική δικαιολογία, που προβαλλόταν
κάθε φορά που ένας ευσυνείδητος αρμόδιος Έλληνας έθετε το θέμα, ήταν ότι
η εξόφληση των κατοχικών δανείων θα γινόταν οψέποτε θα υπογραφόταν η
τελική συνθήκη ειρήνης. Η Γερμανία είχε διχοτομηθεί σε Δυτική και
Ανατολική και η προϋπόθεση για την υπογραφή τέτοιας συνθήκης ειρήνης
ήταν η επανένωσή της. Το 1990, ως γνωστόν, ενοποιήθηκε η Γερμανία. Αλλά
το ελληνικό κράτος ούτε τότε, ούτε αργότερα το έπραξε. Ως θέμα θα
μπορούσε αυτό κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο ενός ειδικού
δικαστηρίου. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπάρχουν ευθύνες για το πολιτικό
σύστημα. Μόνο που στη χώρα μας αυτό το σύστημα είναι αρκετά περίπλοκο με
ποικίλες διακλαδώσεις».
Να και πώς έγιναν οι περιουσίες...
Και κάπου εδώ, αρχίζουν τα πολύ
«πιπεράτα»: «Σε μία μικρή πολιτεία της Δυτικής Μακεδονίας ανέλαβε κάποτε
τη λειτουργία του τοπικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
ένας δραστήριος επιχειρηματίας. Επρόκειτο για παραχώρηση προνομίου, που
δόθηκε αρχικά για διάστημα μιας πενταετίας με δυνατότητα παρατάσεων.
Στις 16 Οκτωβρίου 1941 ο στρατηγός
Τσολάκογλου, ο τότε κατοχικός πρωθυπουργός, παραχώρησε αυτό το
μονοπωλιακό προνόμιο στον εν λόγω επιχειρηματία, αφού εκείνος κατά τους
προηγούμενους μήνες είχε δραστηριοποιηθεί για να επιτύχει την άδεια... Ο
ένας γιος του επιχειρηματία, γερμανομαθής ων, προσελήφθη από τις
τοπικές γερμανικές αρχές κατοχής ως διερμηνέας τους. Γρήγορα στην
κοινωνία της περιοχής έγινε γνωστός ως «μποτάκιας», διότι είχε τη
συνήθεια να χρησιμοποιεί καθημερινά στρατιωτικές μπότες μέσα από το
παντελόνι του.
Η ηλεκτρική επιχείρηση στη μικρή μακεδονική πόλη δεν έπαυσε να λειτουργεί ούτε όταν εγκατέλειψε την εξουσία ο Τσολάκογλου, ούτε όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί.
Η ηλεκτρική επιχείρηση στη μικρή μακεδονική πόλη δεν έπαυσε να λειτουργεί ούτε όταν εγκατέλειψε την εξουσία ο Τσολάκογλου, ούτε όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί.
Συνέχισε να λειτουργεί για πολλά ακόμα
χρόνια, μέχρι τη μεταπολεμική ίδρυση της ΔΕΗ, η οποία επεκτάθηκε σε
ολόκληρη την Ελλάδα. Και επειδή συνέπεσε στην ίδια ακριβώς αυτή πόλη η
ΔΕΗ να δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, το 1958 εξαγοράστηκαν οι
εγκαταστάσεις από τους κληρονόμους του επιχειρηματία, ο οποίος εν τω
μεταξύ είχε αποβιώσει. Κατά σύμπτωση από τη χρονιά εκείνη ο γιος του
επιχειρηματία άρχισε να πολιτεύεται, αποδεσμευμένος πλέον από τη
διοίκηση των οικογενειακών επιχειρήσεων και τις ανάλογες φροντίδες. Από
το 1958 είχε ενταχθεί στον κεντρώο χώρο, τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, ο
οποίος είχε μεγαλύτερες πιθανότητες πολιτικής ανέλιξης. Ωστόσο εκείνη
την πρώτη φορά της εισόδου του στην εθνική πολιτική δεν κατόρθωσε να
εκλεγεί, γεγονός που θα το επιτύχει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο
1954, στην πραγματικότητα είχε πάρει το πρώτο βάπτισμα της πολιτικής,
διεκδικώντας το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε
δεύτερος επιλαχών. Συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του κατοχικού υπουργού
Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, ο οποίος – ύστερα από μια παρατεταμένη φυγοδικία
στο εξωτερικό και αφού είχε με νόμο παραγραφεί η εις θάνατον ποινή του –
εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τη δημαρχία. Ένας από
τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του ήταν ο νεαρός τότε υποψήφιος
δημοτικός σύμβουλος. Ο υιός του επιχειρηματία της μικρής
δυτικομακεδονικής πόλης ήταν τότε δικηγόρος εγκατεστημένος στη
Θεσσαλονίκη.
Μετά το τέλος του πολέμου, η
οικογενειακή άνεση του επέτρεψε να πραγματοποιήσει λαμπρές μεταπτυχιακές
σπουδές στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το 1954 είχε
συμπληρώσει τα 35 χρόνια του και βγάζοντας λόγο προς τους εκλογείς σε
μια συνοικία της συμπρωτεύουσας, εξέφρασε τον θαυμασμό του προς τον
ανεξάρτητο υποψήφιο Γκοτζαμάνη. Του έπλεξε το εγκώμιο, χαρακτηρίζοντάς
τον ανεπιφύλακτα ως ‘τη μεγαλύτερη ζώσα πολιτική φυσιογνωμία’ της
Ελλάδος, ενώ σημειωτέον ζούσαν τότε ακόμη ο στρατάρχης Παπάγος, ο
Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο
Στέφανος Στεφανόπουλος και πολλοί άλλοι, και ενώ ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής δεν είχε αναδειχθεί σε ηγετική μορφή.
Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής
(εφημερίδα «Φως Θεσσαλονίκης», 14/11/1954): ‘Ανέφερεν εν συνεχεία τας
μεγάλας εθνικάς υπηρεσίας του υποψηφίου Δημάρχου και επανέλαβεν, ότι
είναι τιμή διά την πόλιν, η οποία θα τον έχη ως πρώτον πολίτην της’.
Ήταν ο μόνος από τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους που εκφράστηκε
τόσο μεγαλόπρεπα για τον πρώην κατοχικό υπουργό, αν και την εποχή εκείνη
όλες σχεδόν οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, όπως και όλα σχεδόν τα
πολιτικά κόμματα πραγματοποίησαν σφοδρές επιθέσεις σε βάρος του
υποψήφιου δημάρχου».
Ίνδαλμα του Μ. Παπακωνσταντίνου ο Γκοτζαμάνης
«Ο Γκοτζαμάνης ήταν οπωσδήποτε το μεγάλο
ίνδαλμά του. Και προφανώς θεωρούσε ότι οι μεγάλες εθνικές υπηρεσίες του
συνδέονταν άμεσα με τα κατοχικά δάνεια, αν και καμιά συμφωνία με τους
Γερμανούς και τους Ιταλούς δεν έφερε ελληνική υπογραφή. Επρόκειτο για
αποφάσεις των κυβερνήσεων του Άξονα που επιβλήθηκαν απλώς με το δίκαιο
του ισχυροτέρου.
Η προσωπική αυτή ιστορία των μελών αυτής
της εύπορης επαρχιακής οικογένειας, που με μια υπογραφή του στρατηγού
Τσολάκογλου απέκτησαν μεγάλη περιουσία, συνεχίστηκε. Ο γιος του
αείμνηστου πλέον επιχειρηματία συνέχισε την πολιτική δραστηριότητά του
με μεταστροφή στον προοδευτικό χώρο και το 1961 εξελέγη για πρώτη φορά
βουλευτής. Ο μικρότερος αδελφός του είχε προσληφθεί ως διευθυντικό
στέλεχος της ΔΕΗ, η οποία είχε εξαγοράσει το οικογενειακό εργοστάσιο,
και την ίδια χρονιά, το 1961, απέκτησε ένα αγόρι.
Και ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός
προωθήθηκε, επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές 1963 και 1964 και έγινε
μέλος της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, ο μικρότερος αδελφός – αν και
δεν πολιτευόταν ο ίδιος – υπήρξε θύμα της χούντας, που στο μεταξύ είχε
επικρατήσει, και απολύθηκε από τη θέση του στο πρώην οικογενειακό
εργοστάσιο. Μεσολάβησαν άλλες εξελίξεις, ο προοδευτικός πολιτικός
προσχώρησε το 1979 στη Νέα Δημοκρατία και αργότερα, επί Μητσοτάκη, έγινε
πάλι υπουργός. Ο αδελφός του πέθανε σχετικά νέος και ο υιός του
τελευταίου, αφού σπούδασε οικονομικές επιστήμες και εργάστηκε στον ΟΟΣΑ,
επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με την πολιτική».
Οι συμπτώσεις
«Ανάμεσα στις πολλές συμπτώσεις, που
υπάρχουν σ’ αυτή τη μικρή οικογενειακή ιστορία, υπάρχουν και δύο ακόμη: ο
θείος ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όταν η Ελλάδα –
με την τυπική σύναψη συνθήκης ειρήνης μόλις ενοποιήθηκε η Γερμανία – θα
μπορούσε, ως όφειλε, να διεκδικήσει τα κατοχικά δάνεια. Αλλά για λόγους
που δεν έχουν αναφερθεί, αδιαφόρησε να το πράξει.
Ο ανιψιός, ως υπουργός Οικονομικών στα
δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του εγγονού Γ. Παπανδρέου, το 2009-11,
δεν ενδιαφέρθηκε ούτε τότε να αξιώσει τα ίδια κατοχικά δάνεια, τα οποία
θα μπορούσαν να ανατρέψουν την πορεία προς την οικονομική καταστροφή και
τη σύγχρονη χρεοκοπία. Αντ’ αυτού, με βιαστικά βήματα και ανεπανάληπτη
προθυμία παρέδωσε με την υπογραφή του την εθνική κυριαρχία.
Πρόκειται για την οικογένεια
Παπακωνσταντίνου, της οποίας ο γενάρχης Γεώργιος Μ. Παπακωνσταντίνου
είχε λάβει το μονοπώλιο της ηλεκτρικής παραγωγής και διανομής στην
Πτολεμαΐδα τον Οκτώβριο του 1941 με υπογραφή του Τσολάκογλου (βλ. το
σχετικό ΦΕΚ).
Ο υιός γνώριζε πολύ καλά όλη την υπόθεση
ως διατελέσας στενός συνεργάτης και ανεπιφύλακτος θαυμαστής του
Γκοτζαμάνη, ενώ ο εγγονός – και αν υποτεθεί ότι ήταν αδαής για το θέμα,
εφόσον δεν θα είχε ακούσει τίποτα στο οικογενειακό περιβάλλον του –
όφειλε στα δύο χρόνια του ως υπουργός Οικονομικών να είναι ενημερωμένος.
Σύμφωνα με γερμανικές εκτιμήσεις, η ελληνική απαίτηση από τη Γερμανία
ανέρχεται σε εκατό περίπου δισεκατομμύρια ευρώ (βλ. σχετικό δημοσίευμα
εφημερίδας «Die Welt», 17/9/2011)».