Ποιός είναι ο κίνδυνος ενός πολέμου στην Κορεατική χερσόνησο ή τη
Νότια Θάλασσα της Κίνας; Ή ακόμα μιας άλλης τρομοκρατικής επίθεσης σε
αμερικανικό έδαφος; Αυτά είναι τα ζητήματα ασφάλειας που απασχολούν τους
δυτικούς διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες αυτή την άνοιξη. Και καθώς οι
εικασίες αυξάνονται, οι αξιωματούχοι ψάχνουν ενεδελεχώς πληροφορίες
δορυφορικά, σε εκθέσεις μυστικών υπηρεσιών και βιβλία ιστορίας. Στο
Κολοράντο, ο Aaron Clauset, ένας επιστήμονας υπολογιστών, μελετά τους
κινδύνους από μια διαφορετική σκοπιά. Ο Clauset, ο οποίος διδάσκει στο
Πανεπιστήμιο του Κολοράντο Boulder και είναι μέλος του Santa Fe
Institute, έχει περάσει την τελευταία δεκαετία στα σύνορα της
πληροφορικής και της στατιστικής έρευνας. Αλλά δεν επικεντρώθηκε σε
τομείς που συνήθως προτιμούν οι κομπιουτεράδες, όπως η μηχανική, η
φυσική ή η βιολογία. Αντ’ αυτών, ο Clauset και άλλοι στατιστικολόγοι,
όπως ο Ryan Woodard από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας
στη Ζυρίχη, έχουν αναλύσει τα τελευταία 200 χρόνια των στρατιωτικών
συγκρούσεων.
Και έχουν καταλήξει σε ένα προκλητικό συμπέρασμα: αν κοιτάξουμε το παγκόσμιο πρότυπο του πολέμου και της τρομοκρατίας, η ανθρώπινα βία έχει εξελιχθεί σε εκπληκτικά σταθερούς κύκλους.
Πράγματι, είναι τόσο σταθεροί, ώστε ο Clauset βλέπει μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπινων συγκρούσεων και των σεισμών – τουλάχιστον σε στατιστικούς όρους. Αυτός και άλλοι ερευνητές δανείζονται πλέον μοντέλα που αναπτύχθηκαν από τη Σεισμολογία και τη Φυσική στην πρόβλεψη των μελλοντικών μοντέλων βίας. Ο σκοπός αυτής της «Φυσικής της τρομοκρατίας» (όπως κάποιοι την αποκαλούν) δεν είναι να προβλέψουμε με ακρίβεια πού και πότε μια τρομοκρατική επίθεση μπορεί να συμβεί – κάτι τέτοιο είναι τόσο δύσκολο όσο και να εντοπίσουμε τον επόμενο σεισμό. Αντ’ αυτού, οι στατιστικολόγοι επεξεργάζονται το πιθανό ποσοστό των επιθέσεων και των πολέμων –για να πουν πότε κάποιος φαίνεται στατιστικά καθυστερημένος.
«Η συχνότητα και η σοβαρότητα των πολέμων υπήρξε αρκετά σταθερή επί 200 χρόνια, παρά τις τεράστιες αλλαγές στη γεωπολιτική, την τεχνολογία και τον πληθυσμό», εξηγεί ο Clauset. Κατά μέσο όρο ο κόσμος βλέπει έναν νέο διεθνή πόλεμο κάθε δύο χρόνια και ένα νέο εμφύλιο πόλεμο για κάθε 1,5 χρόνια. Και ενώ οι τρομοκρατικές επιθέσεις συνήθως εμφανίζονται σε ομάδες, με λίγες «μεγάλες» επιθέσεις που έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο αριθμό θανάτων, υπάρχουν σαφείς στατιστικοί ρυθμοί και εκεί. Είναι τόσο σταθεροί που οι Clauset και Woodard υποστηρίζουν ότι φαινομενικά «σπάνια» γεγονότα, όπως η 11/9, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο αναπάντεχα.
Όπως γράφουν σε μια εργασία του 2012: «Τα μοντέλα που παρατηρήθηκαν στη συχνότητα των σοβαρών τρομοκρατικών γεγονότων δείχνει ότι ορισμένες πτυχές αυτού του φαινομένου, και ενδεχομένως και άλλων σύνθετων κοινωνικών φαινομένων, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο απρόοπτα ή μη προβλέψιμα όσο συχνά θεωρούμε».
Τολμώ να πω ότι μερικοί άνθρωποι θα θεωρήσουν την εν λόγω ανάλυση γελοία και προσβλητική. Τελικά, έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι ο 21ος αιώνας είναι μια πολύ ρευστή εποχή, καθώς ο κόσμος αναδιαμορφώνεται. Ωστόσο, «η Φυσική της τρομοκρατίας» μπορεί να προβλέψει το μέλλον μόνο αν θεωρήσει ότι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συμπεριφέρονται πάντα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς την ικανότητα αλλαγής ή προόδου. Αυτό δεν είναι μια δημοφιλής ιδέα μεταξύ των κυβερνήσεων.
Ορισμένοι ακαδημαϊκοί θα μπορούσαν επίσης να την αμφισβητήσουν: ο ψυχολόγος Steven Pinker, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη βία μειώνεται σταθερά στον κόσμο σήμερα, τουλάχιστον όταν μετριέται από την άποψη της κατά κεφαλήν βίας, σε αντίθεση με το ακαθάριστο ποσό των στρατιωτικών απωλειών. Σε κάθε περίπτωση, οι διπλωμάτες συνήθως μελετούν τις συγκρούσεις σε όρους ιδιοσυγκρασιακών κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων και όχι με ψυχρά στοιχεία δεδομένων. Ή, όπως λέει ο Clauset: «Η κοινότητα που μελετά τις συγκρούσεις συνήθως εξετάζει τα κίνητρα των τρομοκρατών ή την τακτική τους και όχι το μεγαλύτερο πρότυπο… Είναι σαν να ζητάς από μια πρόβλεψη για τον καιρό να ανησυχεί για την αλλαγή του κλίματος».
Αλλά, ενώ οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες μπορεί να είναι αμφισβητούν της αξία της Φυσικής της τρομοκρατίας, η έρευνα των Clauset και Woodard έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του στατιστικού κόσμου. Έχει επίσης προκαλέσει σοβαρό ενδιαφέρον από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τους τραπεζίτες, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να εργαστούν για τους κινδύνους τρομοκρατικών επιθέσεων. Ο Clauset και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του ελπίζουν ότι η ευρύτερη πολιτική κοινότητα αρχίζει να δίνει μεγαλύτερη προσοχή.
Εάν ο αριθμός των υποστηρικτών μπορεί να πείσει τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει ένας στατιστικός ρυθμός στη βία, λέει το επιχείρημά τους, οι χώρες θα είναι σε θέση να δαπανήσουν πόρους στο πλαίσιο της προετοιμασίας. Και αν οι φορείς χάραξης πολιτικής αναγνωρίσουν αυτούς τους κύκλους, θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να προβληματίζονται σχετικά με ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι προκαλεί ακριβώς αυτές τις εστίες πολέμου ή τρομοκρατίας; Μπορεί να φταίει πάντα η βία των ιδιοσυγκρασιακών προσωπικοτήτων (είτε είναι οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν ή κάποιος άλλος); Ή είναι κάτι σχετικό με την ανθρώπινη κατάσταση – ή την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον – το οποίο μας καταδικάζει στην τρομοκρατία και τον πόλεμο με τέτοια συχνότητα;
Αυτά είναι, φυσικά, μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα. Δεν περιμένω ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θα σπεύσει να τα συζητήσει δημοσίως σύντομα – όχι όταν οι πολιτικοί είναι απασχολημένοι με έναν «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», με τη σιωπηλή παραδοχή ότι είναι δυνατό για τους ανθρώπους να εξαλείψουν τη μάστιγα. Αλλά αν μη τι άλλο, οι αριθμοί του Clauset βάζουν το πρόσφατο παρελθόν σε μια προοπτική (με βάση τα ιστορικά πρότυπα, για παράδειγμα, η επίθεση της Βοστόνης φαίνεται πολύ μικρή). Και θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε το μέλλον. Ο Clauset εκτιμά ότι η πιθανότητα να δούμε έναν άλλο πολέμου αυτόν τον αιώνα της ίδιας κλίμακας με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (με 60 εκατ. θανάτους) είναι 41 τοις εκατό. Εν τω μεταξύ, η πιθανότητα μιας άλλης τρομοκρατικής επίθεσης τόσο σημαντικής όσο η 9/11 αυτή τη δεκαετία είναι μεταξύ 19 τοις εκατό και 46 τοις εκατό. Αυτό εξακολουθεί να είναι, φυσικά, εκνευριστικά ασαφές. Αλλά καθώς οι προβλέψεις προχωρούν, δεν μπορούν να αγνοηθούν εντελώς. Πόσο μάλλον σε μέρη όπως η Βοστώνη, το Λονδίνο ή ακόμα και η Κορέα.
ΠΗΓΗ: Antinews
Και έχουν καταλήξει σε ένα προκλητικό συμπέρασμα: αν κοιτάξουμε το παγκόσμιο πρότυπο του πολέμου και της τρομοκρατίας, η ανθρώπινα βία έχει εξελιχθεί σε εκπληκτικά σταθερούς κύκλους.
Πράγματι, είναι τόσο σταθεροί, ώστε ο Clauset βλέπει μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπινων συγκρούσεων και των σεισμών – τουλάχιστον σε στατιστικούς όρους. Αυτός και άλλοι ερευνητές δανείζονται πλέον μοντέλα που αναπτύχθηκαν από τη Σεισμολογία και τη Φυσική στην πρόβλεψη των μελλοντικών μοντέλων βίας. Ο σκοπός αυτής της «Φυσικής της τρομοκρατίας» (όπως κάποιοι την αποκαλούν) δεν είναι να προβλέψουμε με ακρίβεια πού και πότε μια τρομοκρατική επίθεση μπορεί να συμβεί – κάτι τέτοιο είναι τόσο δύσκολο όσο και να εντοπίσουμε τον επόμενο σεισμό. Αντ’ αυτού, οι στατιστικολόγοι επεξεργάζονται το πιθανό ποσοστό των επιθέσεων και των πολέμων –για να πουν πότε κάποιος φαίνεται στατιστικά καθυστερημένος.
«Η συχνότητα και η σοβαρότητα των πολέμων υπήρξε αρκετά σταθερή επί 200 χρόνια, παρά τις τεράστιες αλλαγές στη γεωπολιτική, την τεχνολογία και τον πληθυσμό», εξηγεί ο Clauset. Κατά μέσο όρο ο κόσμος βλέπει έναν νέο διεθνή πόλεμο κάθε δύο χρόνια και ένα νέο εμφύλιο πόλεμο για κάθε 1,5 χρόνια. Και ενώ οι τρομοκρατικές επιθέσεις συνήθως εμφανίζονται σε ομάδες, με λίγες «μεγάλες» επιθέσεις που έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο αριθμό θανάτων, υπάρχουν σαφείς στατιστικοί ρυθμοί και εκεί. Είναι τόσο σταθεροί που οι Clauset και Woodard υποστηρίζουν ότι φαινομενικά «σπάνια» γεγονότα, όπως η 11/9, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο αναπάντεχα.
Όπως γράφουν σε μια εργασία του 2012: «Τα μοντέλα που παρατηρήθηκαν στη συχνότητα των σοβαρών τρομοκρατικών γεγονότων δείχνει ότι ορισμένες πτυχές αυτού του φαινομένου, και ενδεχομένως και άλλων σύνθετων κοινωνικών φαινομένων, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο απρόοπτα ή μη προβλέψιμα όσο συχνά θεωρούμε».
Τολμώ να πω ότι μερικοί άνθρωποι θα θεωρήσουν την εν λόγω ανάλυση γελοία και προσβλητική. Τελικά, έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι ο 21ος αιώνας είναι μια πολύ ρευστή εποχή, καθώς ο κόσμος αναδιαμορφώνεται. Ωστόσο, «η Φυσική της τρομοκρατίας» μπορεί να προβλέψει το μέλλον μόνο αν θεωρήσει ότι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συμπεριφέρονται πάντα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς την ικανότητα αλλαγής ή προόδου. Αυτό δεν είναι μια δημοφιλής ιδέα μεταξύ των κυβερνήσεων.
Ορισμένοι ακαδημαϊκοί θα μπορούσαν επίσης να την αμφισβητήσουν: ο ψυχολόγος Steven Pinker, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη βία μειώνεται σταθερά στον κόσμο σήμερα, τουλάχιστον όταν μετριέται από την άποψη της κατά κεφαλήν βίας, σε αντίθεση με το ακαθάριστο ποσό των στρατιωτικών απωλειών. Σε κάθε περίπτωση, οι διπλωμάτες συνήθως μελετούν τις συγκρούσεις σε όρους ιδιοσυγκρασιακών κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων και όχι με ψυχρά στοιχεία δεδομένων. Ή, όπως λέει ο Clauset: «Η κοινότητα που μελετά τις συγκρούσεις συνήθως εξετάζει τα κίνητρα των τρομοκρατών ή την τακτική τους και όχι το μεγαλύτερο πρότυπο… Είναι σαν να ζητάς από μια πρόβλεψη για τον καιρό να ανησυχεί για την αλλαγή του κλίματος».
Αλλά, ενώ οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες μπορεί να είναι αμφισβητούν της αξία της Φυσικής της τρομοκρατίας, η έρευνα των Clauset και Woodard έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του στατιστικού κόσμου. Έχει επίσης προκαλέσει σοβαρό ενδιαφέρον από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τους τραπεζίτες, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να εργαστούν για τους κινδύνους τρομοκρατικών επιθέσεων. Ο Clauset και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του ελπίζουν ότι η ευρύτερη πολιτική κοινότητα αρχίζει να δίνει μεγαλύτερη προσοχή.
Εάν ο αριθμός των υποστηρικτών μπορεί να πείσει τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει ένας στατιστικός ρυθμός στη βία, λέει το επιχείρημά τους, οι χώρες θα είναι σε θέση να δαπανήσουν πόρους στο πλαίσιο της προετοιμασίας. Και αν οι φορείς χάραξης πολιτικής αναγνωρίσουν αυτούς τους κύκλους, θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να προβληματίζονται σχετικά με ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι προκαλεί ακριβώς αυτές τις εστίες πολέμου ή τρομοκρατίας; Μπορεί να φταίει πάντα η βία των ιδιοσυγκρασιακών προσωπικοτήτων (είτε είναι οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν ή κάποιος άλλος); Ή είναι κάτι σχετικό με την ανθρώπινη κατάσταση – ή την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον – το οποίο μας καταδικάζει στην τρομοκρατία και τον πόλεμο με τέτοια συχνότητα;
Αυτά είναι, φυσικά, μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα. Δεν περιμένω ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θα σπεύσει να τα συζητήσει δημοσίως σύντομα – όχι όταν οι πολιτικοί είναι απασχολημένοι με έναν «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», με τη σιωπηλή παραδοχή ότι είναι δυνατό για τους ανθρώπους να εξαλείψουν τη μάστιγα. Αλλά αν μη τι άλλο, οι αριθμοί του Clauset βάζουν το πρόσφατο παρελθόν σε μια προοπτική (με βάση τα ιστορικά πρότυπα, για παράδειγμα, η επίθεση της Βοστόνης φαίνεται πολύ μικρή). Και θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε το μέλλον. Ο Clauset εκτιμά ότι η πιθανότητα να δούμε έναν άλλο πολέμου αυτόν τον αιώνα της ίδιας κλίμακας με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (με 60 εκατ. θανάτους) είναι 41 τοις εκατό. Εν τω μεταξύ, η πιθανότητα μιας άλλης τρομοκρατικής επίθεσης τόσο σημαντικής όσο η 9/11 αυτή τη δεκαετία είναι μεταξύ 19 τοις εκατό και 46 τοις εκατό. Αυτό εξακολουθεί να είναι, φυσικά, εκνευριστικά ασαφές. Αλλά καθώς οι προβλέψεις προχωρούν, δεν μπορούν να αγνοηθούν εντελώς. Πόσο μάλλον σε μέρη όπως η Βοστώνη, το Λονδίνο ή ακόμα και η Κορέα.
ΠΗΓΗ: Antinews