Του Μιχαήλ Βασιλείου
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει μακρά ιστορία στον χώρο του Τύπου (τον γνωρίζουμε και τον παρακολουθούμε επί μακρόν), ακόμα και του εξειδικευμένου σε θέματα άμυνας περιοδικού Τύπου, με άρθρα γνώμης και αναλύσεις που πολλές φορές περιείχαν εξαιρετικού ενδιαφέροντος επισημάνσεις για τα λάθη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όχι μόνο απέναντι στην Τουρκία.
Αυτό προφανώς δεν αρέσει στους Τούρκους, οι οποίοι καταφανώς έχουν θέσει στο μικροσκόπιο τα γραπτά του κείμενα σε μια προσπάθεια να προβλέψουν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, τον τρόπο – μεθοδολογία σκέψης που επικρατεί και τα βήματα που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν στα θέματα που θα εμπλέκουν τις δυο χώρες. Είναι προφανές, ότι ο Λαζαρίδης «χαλάει τη σούπα» της Άγκυρας, αφού εισαγάγει νέες παραμέτρους που αλλοιώνουν όσα ήξεραν οι πασάδες μέχρι σήμερα.
Η κατάσταση αυτή κρύβει σημαντικές ευκαιρίες, αλλά και κινδύνους τους οποίους έχει υπόψη πιθανότατα ο εν λόγω πρωθυπουργικός σύμβουλος ώστε να φυλαχτεί – και να φυλάξει τη χώρα – από τις… κακοτοπιές.
Σε πρώτη ανάγνωση, εάν ισχύει ότι το νέο δεδομένο ασκεί αποτροπή στην Τουρκία, η οποία εάν αντιλαμβάνεται ότι οι πιθανότητες «εκτροπής» σε περίπτωση υπέρμετρης επίδειξης «θράσους» έχουν αυξηθεί δραματικά, θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά της, εκτός κι αν θεωρεί ότι πλέον έχει τα περιθώρια για δυναμική και δια των όπλων επιβολή των τετελεσμένων που επιθυμεί.
Δε θα το συνιστούσαμε. Εξάλλου, αφού απέκτησαν όψιμα τόσο ενδιαφέρον για τα γραπτά του Λαζαρίδη, θα έχουν ήδη διαπιστώσει ότι έχει επιχειρηματολογήσει για το ότι από στρατηγικής άποψης και υπό συγκεκριμένες συνθήκες, αξίζει να εμπλακείς στρατιωτικά ακόμα κι αν «χάσεις» (πολύ σχετική έννοια στη στρατηγική), υπό το πρίσμα της ζημιάς που θα έχεις επιφέρει στον αντίπαλο και τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής…
Όλα τα ανωτέρω ισχύουν σε ένα «πρώτο επίπεδο» αποτροπής. Εάν παρά ταύτα προκληθεί επεισόδιο με την Άγκυρα να επιχειρεί να καταστήσει αναξιόπιστη τη νέα στάση της Ελλάδας με στόχο να επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση που βόλευε απείρως περισσότερο την Άγκυρα, τότε οι δυο πλευρές θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ταχείας κλιμάκωσης της κατάστασης, αφού κανείς δεν θα επιθυμεί να φανεί ότι θα υποχωρεί. Οπότε, εάν υποτεθεί ότι – φυσιολογικά – στόχος είναι η επίτευξη των πολιτικών στόχων χωρίς σύγκρουση, η κρίση αντί να περιοριστεί θα μπορούσε να επιταχυνθεί.
Εάν αυτή την πραγματικότητα την αντιληφθεί ο εξωτερικός παράγοντας θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την ταχύτερη παρέμβασή του, με την Ελλάδα να κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που θα επιβληθούν νομοτελειακά στους δυο αντιπάλους, από θέση καλύτερη της άθλιας που βρέθηκε – από βλακεία των υπευθύνων – στην περίπτωση των Ιμίων.
Σίγουρα, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να μη λησμονεί ότι ανεξαρτήτως της όποιας τακτικής στρατιωτικής κατάστασης που θα δημιουργηθεί, ο εξωτερικός παράγοντας έχει τον τρόπο να επηρεάσει σημαντικά τη στρατιωτική έκβαση ενός επεισοδίου, εάν θεωρήσει ότι μια σύντομη εμπλοκή εξυπηρετεί το αποτέλεσμα που θα επιθυμούσε να επιβάλλει την επόμενη ημέρα.
Εν κατακλείδι, το θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Έχει πολύ περισσότερες διαστάσεις που δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο ενός – έστω αναλυτικού – δημοσιογραφικού κειμένου. Ωστόσο, ελπίζουμε αυτές οι πρώτες σκέψεις να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης στο Μέγαρο Μαξίμου, στο υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, με αυτό το τελευταίο να έχουν την τάση πολλοί να το ξεχνάνε…
www.defence-point.