Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Αρχεία Φόρειν Οφις – Ελλάδα 1981 Μέρος Δεύτερο



H πρώτη κυβέρνηση της “αλλαγής” 

Απουσιάζουν από την κυβέρνηση τα γνωστά πολιτικά τζάκια του παρελθόντος. Η μέση ηλικία των μελών της είναι 50 ετών - αρκετά χαμηλή για τα ελληνικά δεδομένα. Η σύνθεσή της καθρεπτίζει τη δύναμη του ΠΑΣΟΚ  στην ακαδημαική  κοινότητα και στο χώρο των επαγγελματιών. Οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες δεν εκπροσωπούνται. Υπάρχει το σύνηθες ‘κοπάδι’ των δικηγόρων – 16 συνολικά. Οι μηχανολόγοι διαφόρων ειδικοτήτων είναι περίπου οκτὠ. Πολλοί από τους  νέους υπουργούς είχαν συλληφθεί και φυλακισθεί την περίοδο της δικτατορίας από τη χούντα και ορισμένοι όπως ο Χαραλαμπόπουλος και ο Κουτσόγιωργας βασανίσθηκαν από τα σώματα ασφαλείας. Η εμπειρία αυτή σίγουρα πρέπει να  έχει επηρεάσει τις απόψεις τους για τον κόσμο. Ορισμένοι υπουργοί όπως ο Λάζαρης (Συντονισμού), ο Σκουλαρίκης(Δημόσιας Τάξης) και  ο Αλεξανδρής (Δικαιοσύνης) ήταν μέλη του ΕΑΜ στη διάρκεια του πολέμου. Στη δεκαετία του ’40 ο Λάζαρης και ο Αλεξανδρής για μια περίοδο ήταν έγκλειστοι στη Μακρόνησο. Τρεις γυναίκες  – “η μοιραία Μελίνα” - και δύο υφυπουργοί στο υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Τα μουστάκια είναι της μόδας . Τουλάχιστον επτά υπουργοί και υφυπουργοί έχουν μουστάκι  - “ορισμένοι μάλιστα πλούσιο μουστάκι”.    

Συνοπτικά αυτά υπογράμμιζε στην αναφορά του για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης  του ΠΑΣΟΚ  ο Λουέλιν-Σμιθ. Και συνεχίζει o Βρετανός διπλωμάτης (FCO9/3178, 28 Οκτωβρίου 1981):
                                                                                           
«Ενας σχολιαστής έχει χαρακτηρίσει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ως τον φυσικό κληρονόμο του ΕΑΜ. Αυτό κατά μια έννοια είναι σωστό επειδή κάποιος μπορεί να ανεύρει τη συνέχεια στους ανθρώπους αλλά και σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Βεβαίως δεν σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα βλέπει με συμπάθεια τον κομμουνισμό σοβιετικού τύπου , μολονότι οι πρόσφατοι δεσμοί αυτών που συμμετέχουν ή που είναι δίπλα στη νέα κυβέρνηση αξίζει τον κόπο να τύχουν εξονυχιστικής έρευνας. Το χρέος προς το ΕΑΜ έχει επισημοποιηθεί σε μια από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης για την επίσημη αναγνώριση της “Εθνικής Αντίστασης” . Αυτή η απόφαση ουσιαστικά σημαίνει αναγνώριση του ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ εφόσον οι μη κομμουνιστικές οργανώσεις είχαν ήδη αναγνωρίσθει. Θα επακολουθήσει η λήψη μέτρων για την επίσπευση  της διαδικασίας που θα επιτρέψει την επάνοδο των πολιτικών προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου».

Δρεττάκης – Αποποίηση βρετανικής υπηκοότητας


Τρείς μέρες μετά τις εκλογές, ο Μανώλης Δρεττάκης, που είχε εκλεγεί βουλευτής στο Ηράκλειο, τηλεφώνησε στις 8.30 π.μ. στον Βρετανό γενικό πρόξενο Μάικλ Λουέλιν - Σμιθ και του είπε ότι ήταν επέιγον το αργότερο μέχρι τις 10.00 το πρωί της ίδιας μέρας να είχε αποποιηθεί της βρετανικής του υπηκοότητας.

«Δεν ήταν δύσκολο να μαντεύσει κανείς το λόγο. Προχωρήσαμε με ταχύτητα σε ανταλλαγή επιστολών που ήταν αρκετό για να πετύχουμε  το σκοπό μας. Δεν γνωρίζω αν ο κ. Δρεττάκης έπρεπε να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία της αποποίησης στον αρχιεπίσκοπο Σεραφήμ πρίν τον ορκίσει υπουργό !», σημειώνει ο Λουέλιν- Σμιθ (FCO9/3174, 23 Οκτωβρίου, 1981).

Σύμφωνα με τον Λουέλιν- Σμιθ, ο Δρεττάκης , υπουργός των Οικονομικών (1981-1982),  ήταν το μόνο μέλος της νέας κυβέρνησης που αισθάνθηκε την ανάγκη να απαρνηθεί την ιθαγένεια μιας άλλης χώρας. Ο Βρετανός διπλωμάτης επισημαίνει:  

«Ο Ανδρέας Παπανδρέου που κάποτε ήταν Αμερικανός υπήκοος, επέτρεψε να παρέλθει ο χρόνος ισχύς της αμερικανικής ιθαγένειας, μολονότι ο ιδίος ποτέ δεν προέβη σε επίσημες ενέργειες για αποπόιηση της αμερικανικής υπηκοότητας. Εξάλλου, νομίζω ότι ο υιός του, Γιώργος Παπανδρέου, τώρα βουλευτής Αχαίας, ακόμη διατηρεί το αμερικανικό του διαβατήριο. Οπως μας είπε ο Αμερικανός πρέσβης Μόντι Στερνς από τότε  που έγιναν οι εκλογές δεν έχει ακούσει κάνενα να έχει απαρνηθεί την αμερικανική ιθαγένεια» (FCO9/3174, 23 Οκτωβρίου  1981). 

Τράπεζες – τραπεζίτες

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1981, η Τράπεζα της Αγγλίας απευθύνεται στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα και ζητά πληροφορίες για τον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα.    

«Οι ιδιωτικές τράπεζες,  συμπεριλαμβανομένων της Ergobank, της Τράπεζας Πίστεως, και της Τράπεζας Κρήτης παραμένουν υπό την παλαιά δίοικηση( Καψάσκης, Κωστόπουλος, Καλαμοτουσάκης)», γράφει ο Πάτρικ Φεργουέδερ, σύμβουλος για Εμπορικά και Οικονομικά θέματα.

«Αν κρίνω απ΄αυτά που μας είπε ο υπουργός Συντονισμού Απόστολος Λάζαρης, αυτές οι τράπεζες δεν πρόκειται να κρατικοποιηθούν και δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε αλλαγές. Εν τούτοις θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Κυκλοφορούν φήμες ότι η κυβέρνηση έχει βάλει στο στόχαστρο τον Κωστόπουλο , κι όπως θα δείτε στη σχετική έκθεση μας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι εκκαθαρίσεις έχουν ολοκληρωθεί. Αν το ΠΑΣΟΚ έχει πρόθεση να απομακρύνει τον Κωστόπουλο φοβάμαι ότι είναι απίθανο ο Λάζαρης να προβάλει αντίσταση. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα ανέφερε στον πρέσβη ότι μολονότι ο Μαρίνος της Εμπορικής ήταν καλός στη δουλειά του, οι προσταγές της “αλλαγής” εσήμαιναν ότι θα έπρεπε να αποχωρήσει» (FCO9/3174, 31 Δεκεμβρίου, 1981). 

Εξάλλου στην αναφορά τού Φεργούεδερ υπογραμμίζεται ότι οι ξένοι μέτοχοι στην Εμπορική Τράπεζα και στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας – “δύο γερμανικές τράπεζες, η μία απ΄αυτές είναι η Deutsche Bank” - ήταν ενοχλημένοι από την αντικατάσταση των διοικητών των τραπεζών αυτών με πρόσωπα πολιτικά προσκέιμενα στο κυβερνών κόμμα.  
                                   
Εσωκομματικές τριβές στη ΝΔ   

Η απόφαση του Γ. Ράλλη να συγκαλέσει την Κ.Ο. του κόμματος στις 7 Δεκεμβρίου, με μοναδικό θέμα “Μυστική ψηφοφορία για την ανανέωση της εμπιστοσύνης των βουλευτών προς τον πρόεδρο του κόμματος”  είναι η αφορμή για την αναφορά του Λουέλιν-Σμιθ με τίτλο “Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει κρίση” (FCO9/3179, 1 Δεκεμβρίου 1981).  

Κατά τον Λουέλιν –Σμιθ τρία ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το σημαντικότερο ήταν το ζήτημα της ηγεσίας. «Ο Ράλλης έχασε τις εκλογές και είναι φυσικό να έχει γίνει στόχος της κριτικής για την αδυναμία της ηγεσίας που συνέβαλε στο αρνητικό αποτέλεσμα», γράφει ο Λουέλιν-Σμιθ. Από την άλλη μεριά σημειώνει, η περισσότερο συντηρητική πτέρυγα του κόμματος που την εκπροσωπούσε ο Ευάγγελος Αβέρωφ δεν θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου. Αντίθετα, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, η στροφή προς τα δεξιά στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα  μάλλον είχε βλάψει τη ΝΔ. Οπως επισημαίνει ο Βρετανός διπλωμάτης πολλοί μετριοπαθείς ψηφοφόροι προτίμησαν να υποστηριξουν το ΠΑΣΟΚ.         

Αμεση σχέση με το ζήτημα της ηγεσίας είχε το πρόβλημα της ταυτότητας του κόμματος. «Το ερώτημα είναι άν η ΝΔ  μετατραπεί σ’ένα σύγχρονο , οργανωμένο ευρωπαικό κόμμα φιλελεύθερων προδιαγραφών ή αν θα παλινδρομήσει στον παραδοσιακό συντηρητισμό της ελληνικής δεξιάς ; », αναρωτιέται ο Λουέλιν –Σμιθ. Και στο ερώτημα αυτό έχει να πεί τα εξής : 

«Ο Ράλλης σε γενικές γραμμές αντιπροσωπεύει την πρώτη επιλογή : τη συνέχιση και την ανάπτυξη μέσω μιας ανανεωμένης κομματικής οργάνωσης της πολιτικής του “ριζοσπαστικού φιλελευθερισμου” που εγκαινίασε ο Κωνσταντίνο Καραμανλής στο συνέδριο του κόμματος στη Χαλκιδική το 1979. Αλλοι υπουργοί στην προηγούμενη κυβέρνηση που υποστηρίζουν αυτή τη θέση είναι ο Μπούτος, ο Τζαννετάκης, ο Παλαιοκρασσάς και ο Μάνος, ο οποίος μολονότι δεν εξελέγη βουλευτής συνεχίζει να ενδιαφέρεται και να έχει άποψη για το κόμμα. Θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε “εκσυγχρονιστές”. O Αβέρωφ και οι υποστηρικτές του που στις πρόσφατες εκλογές έχουν κερδίσει την πλειοψηφία των βουλευτκών εδρών στην Εκτελεστική Επιτροπή του κόμματος, εκτιμάται ότι εκπροσωπούν τη δεύτερη επιλογή. Θα διασπασθεί λοιπόν η ΝΔ ; Οι περισσότεροι οπαδοί του κόμματος θεωρούν ότι μια τέτοια εξέλιξη υπό τις παρούσες συνθήκες θα είναι καταστροφική – ειναί αυστηρή προυπόθεση να τονίζεται η ενότητα του κόμματος – λόγω όμως των προσωπικών φιλοδοξιών δεν θα πρέπει να αποκλείουμε τη διάσπαση» (FCO9/3179, 1 Δεκεμβρίου 1981).

Τέλος ο Λουέλιν –Σμιθ επισημαίνει ότι το τρίτο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η αξιωματική αντιπολίτευση ήταν η οργάνωση του κόμματος. «Ενα από τα πρώτα βήματα που έκανε ο Ράλλης μετά τις εκλογές ήταν να σχηματίσει μια επιτροπή από τους Μπούτο, Στεφανόπουλο, Παλαιοκρασσά, Βαρβιτσιώτη και Εβερτ που έχει αναλάβει το έργο της αναδιοργάνωσης του κόμματος και την αντιπολιτευτική τακτική κατά του ΠΑΣΟΚ στο κοινοβούλιο. Τα μέλη της επιτροπής συμφωνούν ότι το κόμμα – που είχε συγκροτηθεί για να είναι κόμμα εξουσίας και δεν έχει συνηθίσει να είναι στην αντιπολίτευση – πρέπει να αναδιοργανωθεί στα κεντρικά γραφεία αλλά και στην περιφέρεια».  

Η εκλογή Αβέρωφ

«Μολονότι ο Αβέρωφ φιλοδοξεί ακόμη να ηγηθεί του κόμματος , δεν φαίνεται να είναι ο ηγέτης που χρειάζεται η ΝΔ για τη μεγάλη διαδικασία επιστροφής στην εξουσία. Είναι μεγάλος στην ηλικία και είναι η αντίθεση του Ράλλη που απαιτεί αλλαγές και νέα πρόσωπα, γεγονός που έκανε τους ψηφοφόρους να προτιμήσουν το ΠΑΣΟΚ», υπογράμμιζε ο Λουέλιν –Σμιθ ((FCO9/3179, 1 Δεκεμβρίου 1981). Λίγες  μέρες αργότερα ο Ευάγγελος Αβέρωφ εξελέγη αρχηγός της Νεας Δημοκρατίας κατόπιν ψηφοφορίας στην οποία συγκέντρωσε 67 ψήφους ενάντι 32 του Κ. Στεφανόπουλου και 12 του Ι. Μπούτου.

Αμέσως μετά την ανάδεξη του Αβέρωφ στην ηγεσία της ΝΔ η δεύτερη γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα Λιν Πάρκερ πληροφορεί τη Διεύθυνση Νότιας Ευρώπης ότι – «ανάμεσα στους υποστηρικτές του Αβέρωφ ήταν οι πρώην υπουργοί Δήμας και Λάσκαρης, τον Στεφανόπουλο  ψήφισαν ο Ανδριανόπουλος και ο Εβερτ,        ενώ στους ψηφοφόρους του Μπούτου συγκαταλέγονται ο Παναγιωτόπουλος , ο Αβραμίδης και ο Παλαιοκρασσάς που όπως μας είπε στο πρόσωπο του Μπούτου βλέπει τις καλύτερες προοεδευτικές τάσεις μέσα στο κόμμα». Η Πάρκερ σημειώνει ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εκδήλωσε την υποστήριξή του προς τον Αβέρωφ πριν από την ψηφοφόρια. Ο ίδιος τη χρονιά εκείνη είχε λίγες πιθανότητες να εκλεγεί στην ηγεσία του κόμματος –«και συνεπώς μπορεί να θεώρησε λογικό να συμπαραταχθεί εμφανώς με τον παλαιό αντίπαλό του ώστε να βελτιώσει τις προοπτικές να τον διαδεχθεί στην αρχηγία» (FCO9/3179, 11 Δεκεμβρίου 1981).

Υπόθεση Τσάπμαν  

Στις 8 Δεκεμβρίου , ο Νίκος Μουντής που είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για το φόνο της Αγγλίδας δημοσιογράφου Ανν Τσάπμαν για άλλη μία φορά διακηρύσσει την αθωότητά του και υποβάλλει δια του πληρεξούσιου δικηγόρού του αίτηση για επανάληψη της δίκης. Στο μεταξύ ο Εντουάρντ Τσαπμαν , πατέρας του θύματος , δηλώνει στους δημοσιογράφους ότι απευθύνθηκε με επιστολή του στον υπουργό Δικαιοσύνης Στάθη Αλεξανδρή ζητώντας την επανάληψη της δίκης. 

Οπως γίνεται σαφές απο τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών οι διπλωμάτες στο Λονδίνο και την Αθήνα είχαν σχηματίσει τη γνώμη ότι η κρίση του Τσάπμαν είχε επηρεασθεί από τις συνθήκες το θανάτου της κόρης του.

Τον Απρίλιο, ο Τούρκος  πρέσβης στο Λονδίνο, Βαχάπ Ασίρογλου, επισημαίνει στον Τσάπμαν για τη δολοφονία της κόρης του στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1971 (FCO9/3199, 29 Απριλίου 1981):

«Από την τελευταία σας επιστολή έχω την έντυπωση πως φοβάσθε , για να χρησιμοποιήσω τις δικές σας λέξεις , ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους “συγκάλυψη”. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι όσον αφορά τις τουρκικές αρχές είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν υφίσταται τέτοια περίπτωση και ότι έχουν γίνει τα πάντα για να σας βοηθήσουμε»             

Τον Ιούνιο, με επιστολή του που απευθύνει στο γενικό προξενείο της Βρετανίας στην Αθήνα, ο Τσάπμαν ζητά η βρετανική πλευρά να παρέμβει στις ελληνικές αρχές ώστε να ανακτήσει ορισμένα από τα προσωπικά αντικείμενα της κόρης  του που κατά τη γνώμη του δεν είχαν επισταφεί στην οικογένειά της μετά τη δολοφονία της (FCO9/3199, 29 Ιουνίου 1981).

«Δεν νομίζω ότι η επιστολή του Τσάπμαν μας παρέχει επαρκή επιχειρήματα ώστε να επανέλθουμε στις ελληνικές αρχές και να ζητήσουμε διευκρινήσεις για τα αντικείμενα που υποτίθεται ότι λείπουν. Αντίθετα το γεγονός ότι ο Τσάπμαν υπέγραψε  την αρχική  λίστα παραλαβής των προσωπικών αντικειμένων της κόρης του, μας επιτρέπει από θέση ισχύος να υποστηρίξουμε ότι τα αντικείμενα που λέγει ότι απουσιάζουν, έχουν χαθεί από τότε που περιήλθαν στην κατοχή του», υπογραμμίζει ο Λουέλιν-Σμιθ σε επιστολή του προς τη Διεύθυνση Προξενείων του Φόρειν Οφις ((FCO9/3199, 10 Ιουλίου 1981).           

«Η σκηνή στην οποία εμφανίζεται η κόρη μου οικειοθελώς να ακολουθεί τον  Μουντή (που δεν καταλάβαινε αγγλικά και η κόρη μου να μη γνωρίζει λέξη ελληνικά)   για να κάνει σεξ μαζί του σ’ ένα χωράφι – είναι η σκηνή που οι έλληνες δικαστές αποδέχονται ότι είναι γεγονός . Η σκηνή αυτή εκτυλίχθηκε τέσσερις φορές πριν η αστυνομία θεωρήσει ότι έχει την τέλεια συγκάλυψη για να την παρουσιάσει στον Διάβολο. Ο Θεός όμως γνωρίζει καλύτερα», σημειώνει ο Εντουάρντ Τσάπμαν σε επιστολή του προς την Βρετανή πτωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτεσερ ( FCO9/3199, 22 Αυγούστου 1981).

Η επισκευή πλοίων της ΕΕΣΔ  στο Νεώριο   

Το θέμα των ναυπηγικών διευκολύσεων στο σοβιετικό στόλο της Μεσογείου στο Νεώριο της Σύρου απασχολούσε τη βρετανική πλευρά. Στις 2 Ιανουαρίου 1981, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου των Εξωτερικών Σταύρος Ρούσσος ανάφερει στον Βρετανό πρέσβη Ιαν Σάδερλαντ ότι το πρωτόκολλο συμφωνίας για το έτος 1981 και που αφορούσε την επισκευή πλοίων της ΕΣΣΔ στη Σύρο δεν είχε ακόμη υπογραφεί (FCO9/3190, 6 Ιανουαρίου 1981).

«Οι συνομιλίες συνεχίζονται μεταξύ των δύο πλευρών και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αφορούν μόνο εμπορικά πλοία. Ο Ρούσσος παρατήρησε ότι αν προέκυπτε θέμα να συμπεριληφθεί στη νέα σύμβαση και η επισκευή βοηθητικών σκαφών του σοβιετικού στόλου, η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει άμεση ανάμειξη στις διαπραγματεύσεις», πληροφορεί με τηλεγράφημά του το Φόρειν Οφις ο Λουέλιν –Σμιθ. 

Ο σύμβουλος και γενικός πρόξενος στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα προσθέτει στο τηλεγράφημά του ότι ο έπικεφαλής της Διεύθυνσης Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών – «που έχει την ευθύνη των κομμουνιστικών χωρών» - τον είχε διαβεβαιώσει ότι η νέα ελληνοσοβιετική συμφωνία που οι δύο πλευρές σκόπευαν να υπογράψουν στο εγγύς μέλλον δεν θα προέβλεπε την εξυπηρέτηση πλοίων του σοβιετικού πολεμικού ναυτικού. Το θέμα του Νεωρίου και – “η στρατιωτική βοήθεια της Ελλάδας προς τη Μόσχα” – είχε επανειλημμένα τεθεί από αμερικανικής πλευράς  - “τι είδους σοβιετικά σκάφη θα χρησιμοποιούν το Νεώριο της Σύρου ; “. «Ο πρέσβης έκανε σαφές στον Ρούσσο ότι το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών θα πρέπει να αντιληφθεί ότι οποιοδήποτε επισκευαστικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει βοηθητικά σκάφη του σοβιετικού ναυτικού δεν θα έχει την έγκριση της βρετανικής κυβέρνησης», τονίζει ο Λουέλιν-Σμιθ.  

Το στρατηγείο της Λάρισας

Ουσιαστικές συνομιλίες με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία (10-12 Φεβρουαρίου) είχε στην Ελλάδα ο ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στρατηγός Ρότζερς. Κύριο αντικείμενο των συνομιλιών αυτών ήταν ο καθορισμός των ορίων ελέγχου του υπό ίδρυση αρχηγείου της Λάρισας. Γράφει σχετικά ο                                                                                                                                                                                  πρώτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας Ντέιβιντ Ντέιν (FCO9/3190, 24 Φεβρουαρίου, 1981):

«Σύμφωνα με τον Τσαμαδό (Νικόλαος Τσαμαδός , γενικός γραμματέας του υπουργείου των Εξωτερικών), αν η Αγκυρα δεχθεί τις ελληνικές προτάσεις σε ό,τι αφορά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων η Αθήνα είναι πρόθυμη να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνες είναι πρόθυμοι να προσφέρουν στους Τούρκους όλες τις διευκολύνσεις που έχουν ανάγκη π.χ. για στρατιωτικές ασκήσεις εφόσον αυτό είναι δυνατό από πρακτική άποψη. Πιο συγκεκριμένα ο Τσαμαδός αναφέρθηκε “στη χρήση των αεροδιαδρόμων”. Σ’αυτό το θέμα η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να βοηθήσει».  

Το νέο αρχηγείο θα ασκούσε  τον  επιχειρησιακό έλεγχο στον εναέριο χώρο του Αιγαίου είχαν όμως προκύψει προβλήματα για τον καθορισμό της περιοχής επιχειρησιακής ευθύνης, καθώς οι Τούρκοι επεδίωκαν τη μετατόπιση των ορίων αυτών δυτικότερα.  Υπογραμμίζει ο Ντέιν:

«Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι η ίδρυση του στρατηγείου της Λάρισας δεν μπορεί να γίνει αν δεν προσδιορισθούν οι όροι του επιχειρησιακόύ ελέγχου. Οι συνομιλίες λοιπόν θα πρέπει να συνεχισθούν για να διευθετηθεί αυτό το θέμα. Ο Τσαμαδός πάντως μου πρόσθεσε ότι ίσως δεν είναι απαραίτητο να καθορισθούν όλοι οι όροι επιχειρησιακού ελέγχου πρίν  από την ίδρυση του στρατηγείου».

Κατά τον Ντέιν η ελληνική κυβέρνηση στο θέμα του στρατηγείου της Λάρισας  δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις. Από την άλλη μεριά στην αναφορά του προς τη Διεύθυνση Νότιας Ευρώπης του Φόρειν Οφις    σημείωνε ότι ο βαθμός διαλακτικότητας στις απόψεις και στις εκτιμήσεις του Τσαμαδού ήταν ένα  ενθαρρυντικό γεγονός.  




Συνάντηση Μητσοτάκη –Τουρκμέν στη Ρώμη

«Το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών ανακοίνωσε στις 29 Απριλίου ότι οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας θα συναντηθούν όπως είχε προγραμματισθεί στη Ρώμη στις 3 Μαίου, αλλά η προκαταρτική συνάντηση εκεί μεταξύ των γενικών γραμματέων των δύο υπουργείων δεν πρόκειται να γίνει επειδή τα θέματα προς συζήτηση δεν είχαν προετοιμασθεί από τους εμπειρογνώμονες», αναφέρει τηλεγράφημα του Σάδερλαντ. Ο Βρετανός πρέσβης πληροφορεί το Λονδίνο ότι ο Στ. Ρούσσος , γγ. του υπουργείου των  Εξωτερικών , του είχε κάνει σαφές ότι η Αγκυρα είχε αποφασίσει τη ματαίωση της συνάντησης μεταξύ των εμπειρογνωμόνων (FCO9/3184, 1 Μαίου 1981):

«Οι Ελληνες δεν εξεπλάγησαν ούτε προτίθενται να διαμαρτυρηθούν, οι Τούρκοι στο έντονο διάβημα διαμαρτυρίας που έκαναν προ την Αθἠνα, λόγω των αντιτουρκικών διαδηλώσεων των Αρμενίων, δεν είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο να μην επραγματοιείτο η συνάντηση μετά των γενικών γραμματέων των δύο υπουργείων», σημειώνει ο Σαδελαντ. Εξάλλου , όπως παρατηρεί ο Βρετανός πρέσβης, οι παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από τουρκικά αεροσκάφη στις 8 Απριλίου, 1981, -«ήταν τόσο κατάφωρες στην έκταση και στο χρόνο που έγιναν ώστε το κλίμα για κάθε συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών για τον εναέριο χώρο να μην είναι ευνοικό, τουλάχιστον σε επίσημο επίπεδο».  

Ο Ρούσσος πάντως δεν θεωρούσε ότι είχε σημειωθεί σοβαρή επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. « Οι ελπίδες του Μητσοτάκη για βελτίωση των σχέσεων σίγουρα έχουν δεχθεί πλήγμα (ο Ρούσσος εκτιμά ότι ο υπουργός είναι υπεραισίοδοξος) , αλλά η συνάντηση με τον Τουρκμέν μπορεί να είναι εποικοδομητική. Με βάση τα λόγια του Μητσοτάκη με τον οποίο συνομίλησα στις 23 Απριλίου στόχος της ελληνικής εξωτερική πολιτικής είναι η βελτίωση του κλίματος για τη συνέχιση των διμερών επαφών», επισημαίνει ο Σάδερλαντ.

Περίπου σε ναυάγιο κατέληξε η συνομιλία του Ελληνα υπουργού των Εξωτερικών Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον Τούρκο ομόλογό του Ιλτέρ Τουρκμέν στην τουρκική πρεσβεία στη Ρώμη. Γιά να διατηρηθεί απλώς “ κλίμα ύφεσης” ανακοινώθηκε ότι η νέα συνάντηση των δύο υπουργών θα γινόταν τον Σεπτέμβριο κατά τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ  στη Νἐα Υόρκη. 

Η αμυντική συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας  

Στις 5 Μαίου, 1981 , ο υπουργός των Εξωτερικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα για να ενημερώσει για τις συνομιλίες της Ρώμης τους μετέχοντες στην έκτακτη σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Γ. Ράλλη. Σ’αυτή συμμετείχαν κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες καθώς και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Εκτός από τα αποτελέσματα της συνάντησης με τον Ιλτέτρ Τουρκμέν , ο Κ. Μητσοτάκης μετέφερε και τις απόψεις του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών Αλεξάντερ Χαίηγκ ώστε να προχωρήσει η διαμόρφωση “φόρμουλας” για την κατάρτιση οριστικού κειμένου συμφωνίας που αφορούσε την αμυντική συνεργασία Ελλάδας –ΗΠΑ.

«Η συνάντηση της Ρώμης (Μητσοτάκης –Χαίηγκ) θεωρήθηκε από τις δύο πλευρές ότι ήταν επιτυχής. Οι δύο υπουργοί των Εξωτερικών συμφώνησαν για τη σπουδαιότητα να υπάρξει συμφωνία αλλά όπως σας ανέφερε ο Αμερικανός πρέσβης Εντουάρντ Ντιλλέρι μικρή ουσιαστική πρόοδος έχει σημειωθεί. Οταν ο Ρόμπερτ Μακλόσκι,   ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα , και ο γ.γ. του υπουργείου των Εξωτερικών Σταύρος Ρούσσος επέστρεψαν στην ελληνική πρωτεύουσα αντιλήφθηκαν ότι οι θέσεις των δύο πλευρών απείχαν πολύ σ’΄ενα αριθμό σημαντικών θεμάτων...», γράφει ο Ιαν Σάδερλαντ. Και συνεχίζει ο Σάδερλαντ στην αναφορά του προς τον επικεφαλής της Διεύθυνσης Νότιας Ευρώπης Τίμοθι Ντοντ (FCO9/3184, 22 Μαίου 1981):

«Ο Μακλόσκι μου παραπονείται ότι η ελληνική πλευρά παζαρεύει χωρίς να υπάρχει ανάγκη και για την ανικανότητα του Πενταγώνου να κατανοήσει τις ανησυχίες των Ελλήνων. Στις 12 Μαίου, η αμερικανική πρεσβεία εκτιμούσε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει και ότι θα είναι πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί το ανανεωμένο χρονοδιάγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτό προβλέπει την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μέχρι το τέλος Μαίου και επικύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή στις 15 Ιουνίου πρίν από τις θερινές διακοπές. Ο Μακλόσκι ανησυχεί λιγότερο για τις επιπτώσεις που θα έχει μια νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές απ’ό,τι ο πρέσβης Ντιλλέρι –όπως αυτός σας  έχει εκφράσει τους φόβους του. Ο Μακλόσκι εκτιμά ότι ακόμη κι αν ο Παπανδρέου επιτρέψει την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα , είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει να περιορίσει τις σημερινές διευθετήσεις που και οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει εδώ και καιρό ότι χρήζουν επαναδιαπραγμάτευσης».

Εκπρόσωποι των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας δήλωναν ότι οι διαπραγματεύσεις επιταχύνθηκαν αφ’ ότου οι υπουργοί των Εξωτερικών Μητσοτάκης και Χαίηγκ συναντήθηκαν στη Ρώμη. Διευκρίνηζαν επίσης, ότι οι δύο υπουργοί συμφώνησαν , κατ΄αρχήν , σχετικά με την αμερικανική δέσμευση για τη διατήρηση της στρατιωτικής ισορροπίας (7/10) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, και στην χρησιμοποίηση των βάσεων στην Ελλάδα μόνο για αποστολές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Τελικά όμως  τα προβλήματα δεν ξεπεράσθηκαν πριν από τις εκλογές – όπως επεδίωκαν Αθήνα και Ουάσινγκτον -και οι ελληνοαμερικανικές συζητήσεις για τις βάσεις “πάγωσαν”.  Διαβάζουμε σε επιστολή του Βρετανού υφυπουργού των Εξωτερικών Φέργκουσον προς τον Σάδερλαντ  (FCO9/3184, 22 Μαίου 1981):

«Μας το έχετε κανεί σαφές ότι οι συνομιλίες απέτυχαν βασικά λόγω της ελληνικής καχυποψίας έναντι της Τουρκίας και της ευαισθησίας που έχει ελληνική πλευρά  στο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Υποθέτω ότι  είναι  υπερβολικό να ελπίζουμε ότι οι Ελληνες εν καιρώ θα αντιληφθούν ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι μόνο μια αρένα για τις αντιπαραθέσεις τους με την Τουρκία και ότι η αμερικανική ανάμειξη στην ανατολική Μεσόγειο είναι μόνον ένας βολικός και ανέδοξος τρόπος για τη διατήρηση της στρατιωτικής ισορροπίας μεταξύ των δύο χωρών . Οι Αμερικανοί , παρ΄όλους τους περιορισμούς,  πολύ προσπάθησαν για να επιτευχθεί συμφωνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία των συνομιλιών φέρουν οι Ελληνες και έχει χαθεί πράγματι  μια ευκαιρία».    

Αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου

Τη χρονιά εκείνη σοβαρό πολιτικό θέμα δημιουργήθηκε μετά την αποκάλυψη ότι το ΝΑΤΟ απέκλεισε τη δυνατότητα στρατιωτικής χρήσεως της Λήμνου σε γυμνάσια της Συμμάχιας. Η αποκάλυψη της έμμεσης αυτής αποδοχής του ΝΑΤΟ, του τουρκικού ισχυρισμού ότι η Λήμνος πρέπει να είναι αποστρατιωτικοποιημένη, έγινε με τη δημοσίευση εντονότατης σχετικής ελληνικής διαμαρτυρίας προς τη Συμμαχία σε πολιτικό περιοδικό.  Γράφει ο Ντέιβιντ Ντέιν (FCO9/3190, 12 Μαίου 1981):

«Το αριστερό δεκαπενθήμερο περιοδικό “Αντί” – που πρόσκειται στο ευρωκομμουνιστικό  ΚΚΕ (Εσ) – στις 8 Μαίου δημοσίευσε ένα μακροσκελές άρθρο για την επίσημη διαμαρτυρία που έκανε η ελληνική αντιπροσωπεία στο ΝΑΤΟ  σε σχέση με τη νατοική άσκηση Simex (9-11 Μαρτίου). Η ουσία της διαμαρτυρίας ήταν ότι η Συμμαχία δεν δέχθηκε να συμμετάσχει στην άσκηση αεροπορική μονάδα που σταθμεύει στη Λήμνο. Η άρνηση του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με το άρθρο, έχει σχέση με τις επιφυλάξεις της Συμμαχίας  να εμπλακεί στην ελληνοτουρκική διαφορά για το αν και κατά πόσο η στρατιωτικόποιηση της Λήμνου είναι δικαιολογημένη με βάση τις διεθνείς συμφωνίες».

Σύμφωνα με τον Ντέιν το συμβάν ήρθε να προστεθεί στις ήδη τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις παρά τις προσπάθειες  που είχαν καταβάλλει στις συνομιλίες της Ρώμης οι υπουργοί των Εξωτερικών των δύο χωρών για την εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης.

«Οι αντιδράσεις στον ελληνικό τύπο τελευταία χαρακτηρίζονται από πολύ μεγαλύτερη ένταση  σε σχέση  με το πρόσφατο παρελθόν. Αυτό είναι συνέπεια των διαφορών για τις παραβιάσεις του εναερίου χώρου αλλά και μετά τις διαδηλώσεις των Αρμενίων στην Αθήνα. Εντονότατες εξάλλου ήταν οι αντιδράσεις στον τύπο στις 11 Μαίου,  όταν κατακρατήθηκε από τις τουρκικές αρχές ελληνικό αλιευτικό σκάφος ανάμεσα στη Λήμνο και τη Λέσβο».  

Αντιδράσεις για τη βόμβα νετρονίου        

Το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης από τη μια άκρη στην άλλη της Ευρώπης φυσούσε ο άνεμος της αντίθεσης στους πυρηνικούς εξοπλισμούς και της ανάγκης να καταργηθούν τα πυρηνικά οπλοστάσια.   Υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης το Πεντάγωνο είχε αποφασίσει να μη θέσει θέμα εγκατάστασης της βόμβας νετρονίου σε ευρωπαικό έδαφος. Στην Αθήνα η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 13 Αυγούστου 1981, ότι η απόφαση της Ουάσινγκτον για τη βόμβα νετρονίου αφορούσε σ΄αυτό το στάδιο μόνο την αμερικανική κυβέρνηση. «Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ένθερμα την αρχή ότι μόνο ένας ισορροπημένος έλεγχος των εξοπλισμών κατά προτίμηση στο κατώτατο δυνατό επίπεδο θα μπορούσε να διασφαλίσει τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα», επεσήμαινε ο πρώτος γραμματέας της Βρετανικής πρεσβείας Ντέιβιντ Ντέιν (FCO9/3190, 14 Αυγούσου 1981).

«Η Ελλάδα είναι μία ειδική περίπτωση», εκτιμούσε  ο Ντέιν. Ο Βρετανός διπλωμάτης είχε τη γνώμη ότι στην Ελλάδα δεν επικρατούσε ένα ισχυρό αίσθημα ουδετερότητας.  «Λίγοι εκφράζουν έντονα την αντίθεσή τους στα πυρηνικά όπλα ή στην παρουσία τους σε ελληνικό έδαφος», ισχυρίζεται. Σύμφωνα με τον Ντέιν η κυβέρνηση δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη σε ό,τι  αφορούσε την εγκατάσταση πυρηνικών κεφαλών και  το ενδεχόμενο στο ελληνικό έδαφος να υπήρχαν εξέδρες εκτόξευσης πυρηνικών πυραύλων. Εξαλλου όπως σημειώνει (FCO9/3190, 21 Ιουλίου 1981) :

«Η απουσία της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ  μέχρι πέρυσι τον Οκτώβριο σημαίνει ότι οι Ελληνες υπουργοί ήταν σε θέση να αποφεύγουν ενοχλητικές ερωτήσεις για το εάν θα έπρεπε να αποθηκευτούν στην Ελλάδα σύγχρονα πυρηνικά όπλα . Η κυβέρνηση πάντως με αρκετό σθένος έχει υποστηρίξει το εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου του ΝΑΤΟ χωρίς να έχει αντιμετωπίσει μεγάλη αντίδραση από την κοινή γνώμη».  

Τέλος ο Ντέιν υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν ήταν το ζωηρό φιλειρηνικό κίνημα αλλά ο έντονος αντιαμερικανισμός. Διάχυτη ήταν η εντύπωση ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα για τη λύση του Κυπριακού και την προστασία των ελληνικών συμφερόντων γενικότερα έναντι της επεκτατικής πολιτικής της Αγκυρας. «Θα πρέπει να πείσουμε τους Ελληνές ότι ο κίνδυνος προέρχεται από τη Σοβιετική Ενωση και τις σύμμαχες χώρες», παρατηρεί ο Ντέιν.

Ελληνοτουρκικές συνομιλίες  

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ  στις εκλογές, Αθήνα και Αγκυρα συμφωνούσαν  ότι ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών έπρεπε  να αρχίσει από την αρχή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επεδίωκε η διένεξη Ελλάδας – Τουρκίας να αντιμετωπισθεί  σοβαρά από τη Συμμαχία – “ διαφορετικά η διάσπαση στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ  είναι αναπόφευκτη” .

«Ο Εντ Ντιλλέρι  του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών συμμερίζεται την περισσότερο αισιόδοξη εκτίμηση του Σάδερλαντ για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων», γράφει ο πρώτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον Μάικλ Πάκενχαμ. Ο Πάκενχαμ πληροφορεί  τον Ντοντ της Διεύθυνσης Νότιας Ευρώπης του Φόρειν Οφις, ότι ο Τούρκος πρέσβης στην αμερικανική πρωτεύουσα είχε συναντηθεί με τον Αμερικανό υφυπουργό των Εξωτερικών Λόρενς Ιγκλεμπέργκερ και του είχε αναφέρει την τουρκική εκδοχή για τις δύο συναντήσεις   που είχε στην Αθήνα ο Ανδρέας Παπανδρέου  με τον Τούρκο πρέσβη Φαχίρ Αλατσάμ. Γράφει ο Πάκενχαμ (FCO9/3184, 17 Νοεμβρίου 1981):

«Οπως ήδη γνωρίζαμε από διάφορες πηγές , η τουρκική πλευρά σε γενικές γραμμές φαίνεται να είναι αισιόδοξη, και μετά τη δεύτερη συνάντηση στην Αθήνα  συμφωνήθηκε οι δύο  υπουργοί των Εξωτερικών να έχουν συνομιλίες στις Βρυξέλλες στη διάρκεια της συνόδου των χωρών του ΝΑΤΟ με στόχο να καθορισθεί η διαδικασία των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων και να διατηρηθούν οι επαφές μεταξύ των δύο χωρών. Σύμφωνα με τον Τούρκο πρέσβη Σουκρού Ελεκντάγκ, ο Παπανδρέου θέλει επίμονα να διατηρήσει τις δικές του διόδους επικοινωνίας με την τουρκική πλευρά , και υπόσχεται να φέρει στο προσκήνιο το υπουργείο των Εξωτερικών όταν αυτός κρίνει ότι είναι αναγκάιο. Η ερμηνεία που δίνουν οι Τούρκοι όσον αφορά την τρέχουσα πολιτική της Ελλάδας είναι ότι ο Παπανδρέου θέλει να ακολουθήσει δύο εναλλακτικές λύσεις ταυτόχρονα: κατ’ιδίαν επιδιώκει να είναι συμβιβαστικός, χωρίς να ασκεί δριμεία κριτική – ελπίζοντας ότι μ΄αυτό τον τρόπο θα καθησυχάσει την Τουρκία και τις υπόλοιπες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ –  ενώ για να ικανοποιήσει το ακροατήριό του στο εσωτερικό της χώρας είναι έτοιμος να συγχωρέσει τη χρήση σκληρής γλώσσας κατά της Αγκυρας».  

Οι σχέσεις με την Ουάσινγκτον

Ο Εντουαρντ Ντιλλέρι επιβεβαίωσε στον Πάκενχαμ ότι δεν είχε ακόμη σημειωθεί σημαντική πρόοδος στις ελληνοαμερικανικές επαφές , ανέμενε όμως ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών να άρχιζε με την επίσκεψη αντιπροωπείας του Κογκρέσσου στην Αθήνα. Σημειώνει ο Πάκενχαμ (FCO9/3184, 17 Νοεμβρίου 1981) :   

«Η γραμμή της κυβέρνησης παραμένει ότι οι ΗΠΑ θέλουν να έχουν καλές σχέσεις με τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Αυτό όμως πρέπει να γίνει στα πλαίσια της συμμετοχής των δύο χωρών στη Συμμαχία και όλων των δεσμεύσεων που συνεπάγεται η συμμετοχή αυτή. Αν η Αθήνα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση αυτή τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι η στάση αυτή δεν πρόκειται να βοηθήσει στην Ουάσινγκτον».

Επίσης ο Ντιλλέρι κάνει γνωστό στον Βρετανό διπλωμάτη ότι ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Αλεξάντερ Χαίηγκ σκόπευε να επισκεφθεί την Αθήνα και την Αγκυρα αμέσως μετά την υπουργική διάσκεψη του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.

«Μου τόνισε ότι εφόσον η Αθήνα είναι σύμφωνη να πραγματοποιηθεί η επίσκεψη αυτή οι ΗΠΑ  αυτή τη φορά θα ήθελαν να αποφύγουν σε βάθος συνομιλίες για τα πυρηνικά όπλα, τις αμερικανικές βάσεις, τις δραστηριότητες της υπηρεσίας πληροφοριών  και των σταθμών της Φωνής της Αμερικής ; ούτε είναι ακόμη σε θέση  οι ΗΠΑ να συζητἠσουν με τους Ελληνες θέματα που αφορούν την παροχή βοήθειας στον τομέα της ασφάλειας. Ολα αυτά σημαίνουν ότι οποιαδήποτε ανταλλαγή απόψεων που θα έχει ο Χαίηγκ στην Αθήνα από τα πράγματα θα είναι γενικού χαρακτήρα και χωρίς δεσμεύσεις»                   

H Ελλάδα “μπλοκάρει” το ΝΑΤΟ 

Τον Δεκέμβριο του 1981, ο πρωθυπουργός και υπουργός Αμυνας Ανδρέας Παπανδρέου σε ομιλία του στην Επιτροπή Αμυντικου Σχεδιασμού (DPC) ενώπιον των υπουργών Άμυνας των χωρών της Συμμαχίας στις Βρυξέλλες  , κατήγγειλε την Τουρκία ότι χρησιμοποιεί τα όπλα που διατίθενται σε αυτήν με στόχο  την προστασία της περιοχής του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, για την άσκηση επεκτατικής πολιτικής εις βάρος της Ελλάδας. Ο Παπανδρέου ζήτησε να εγγυηθεί η Συμμαχία την ασφάλεια της Ελλάδας έναντι και «εσωτερικών» απειλών. Η πρότασή του αυτή δεν έγινε δεκτή και για πρώτη φορά στην ιστορία του ΝΑΤΟ δεν εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν. Μετά από 15 ώρες δραματικών διαβουλεύσεων – στην διάρκεια των οποίων κυριάρχησε το ελληνικό αμυντικό πρόβλημα – ο Παπανδρέου άσκησε βέτο και ανέτρεψε όλες τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί. 

«Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε στις 12 Νοεμβρίου ότι ο Παπανδρέου ως υπουργός Αμυνας θα συμμετάσχει στη σύνοδο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου στις 8 Δεκεμβρίου», τηλεγραφεί από την Αθήνα ο Ιαν Σαδερλαντ. Με το τελεγράφημά του ο Βρετανός πρέσβης πληροφορεί το Φόρειν Οφις ότι στη συνάντηση που είχε με τον Ελληνα πρωθυπουργό στις 4 Νοεμβρίου, ο Παπανδρέου του είχε πεί ότι δεν ήταν βέβαιος αν θα πήγαινε στις Βρυξέλλες επειδή στη σύνοδο –«θα ήταν υποχρεωμένος να πάρει σταθερή θέση όσον αφορά τα σημαντικά ζητήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Συμμαχία» (FCO9/3190, 13 Νοεμβρίου 1981) .

Μία μέρα αργότερα ο Παπανδρέου επιβεβαιώνει στον Σαδερλαντ ότι θα παρίστατο στη σύνοδο των χωρών του ΝΑΤΟ και του υπογραμμίζει ότι δεν θεωρούσε την συνάντηση του Δεκεμβρίου ως την ευκαιρία για μια ουσιαστική συζήτηση για τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ατλαντική Συμμαχία. «Αυτό που θα κάνει κυρίως θα είναι να παρουσιάσει τα προβλήματα όπως αυτός τα αντιλαμβάνεται και ίσως να θέσει ορισμένα ερωτήματα στους συναδέλφους του»(FCO9/3190,14 Νοεμβρίου,1981).

Αναβολή της επίσκεψης Χαίηγκ

Με το τηλεγράφημα του στις 20 Νοεμβρίου, ο Σάδερλαντ σπεύσει να ενημερώσει το Φόρειν Οφις για τη ματαίωση της επίσκεψης Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών  στρατηγού Αλεξάντερ Χαίηγκ στην Αθήνα. «Η αμερικανική πρεσβεία εδώ δεν γνωρίζει αν η ματαίωση της επίσκεψης του Χαίηγκ επηρεάσει τα σχέδιά του να επισκεφθεί την Τουρκία. Υποθέτουν στην αμερικανική πρεσβεία ότι οι “άλλες δεσμεύσεις” που επικαλείται το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών αφορούν την επίσκεψη του Γιασέρ Αραφάτ στην Αθήνα στα μέσα Δεκεμβρίου» (FCO9/3190,20 Νοεμβρίου,1981).    

Αμερικανικές πηγές διευκρίνιζαν ότι μια συνάντηση στην ελληνική πρωτεύουσα θα επέτρεπε την εξέταση του προβλήματος των αμερικανικών βάσεων πιο άνετα απ’ ό,τι η οποιαδήποτε συνομιλία του στρατηγού Χαίηγκ με το πρωθυπουργό Παπανδρέου. «Δεν έχει γίνει ακόμη καμία ουσιαστική συζήτηση για τις αμερικανικές βάσεις ή για τις σχέσεις της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και αμερικανών εδώ», σημειώνει ο Σάδερλαντ. Και υπογραμμίζει: «Οι αξιωματούχοι του υπουργείου των Εξωτερικών αναμένουν την ομιλία του πρωθυπουργού στις 22 Νοεμβρίου, ως την πρώτη επίσημη ένδειξη της κυβερνητικής πολιτικής. Η καθυστέρηση μπορεί επίσης να είναι συνέπεια της αβεβαιότητας που έχει ο Παπανδρέου και της επιθυμίας του να αφήνει τις εναλλακτικές λύσεις ανοιχτές. Ως παράδειγμα αυτής της αβεβαιότητας μπορώ να αναφέρω τη συνομιλία που είχε αμερικανός πανεπιστημιακός με τον Παπανδρέου και στην οποία ο Ελληνας πρωθυπουργός έδωσε την εντύπωση ότι δεν έχει αποφασίσει αν η Ελλάδα θα εγείρει το θέμα της απομάκρυνσης των πυρηνικών όπλων στα πλαίσια  των διαπραγματεύσεων για τις αμερικανικές βάσεις» (FCO9/3190,20 Νοεμβρίου 1981).




Εκτιμήσεις  Βαν ντερ Στουλ

Τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ  και διάφορα διεθνή προβλήματα είχε την ευκαιρία να αποσαφηνίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου κατα τη διάρκεια του ανεπίσημου “γεύματος εργασίας” που είχε με τον υπουργό των Εξωτερικών της Ολλανδίας Βαν ντερ Στουλ στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου , 1981. Κατά την επιστροφή του στο Αμστερνταμ στις δηλώσεις του ο Βαν ντερ Στουλ υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα υιοθετούσε κριτική αλλά εποικοδομητική στάση έναντι της ΕΟΚ ενώ σε ό,τι αφορούασε το θέμα των αμερικανικών βάδεων οι διαπραγματεύσεις γι΄αυτές δεν επρόκειτο να γίνουν κάτω από την απειλή της αποχώρησης της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ.

Σε τηλεγράφημά του από τη Χάγη ο Βρετανός πρέσβης Φίλιπ Μάνσφιλντ αναφέρει (FCO9/3190, 23 Νοεμβρίου1981):

«Ο Βαν ντερ Στουλ που είδε τον Παπανδρέου στην Αθήνα πρίν από μία εβδομάδα (sic) μου είπε σήμερα το πρωί ότι εξεπλάγη από την ομιλία του Παπανδρέου όπως τη μετέδωσε η Παγκόσμια Υπηρεσία του BBC σήμερα το πρωί . Ο  Ελληνας πρωθυπουργός προτείνει την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα. Ο Βαν ντερ Στουλ μας ανέφερε ότι προσπάθησε να πείσει , τον Παπανδρέου , τον οποίον γνωρίζει καλά , να μην ακολουθήσει αυτή την πολιτική , και τον ενεθάρρυνε να επιδιώξει την επαναπροσέγγιση με την Τουρκία και την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης. Ο Παπανδρέου θέλει εγγυήσεις ασφαλείας έναντι της επιθετικότητας της Τουρκίας , αίτημα που όπως του επεσήμανε ο Βαν ντερ Στουλ κάλε άλλο παρά λογικό είναι όταν πρὀκειται για χώρες μέλη της ίδιας συμμαχίας. Αλλά το λυπηρό είναι , υπογράμμισε ο Βαν ντερ Στουλ,  ότι ο Λουνς (γγ. Του ΝΑΤΟ) θεωρείται persona non-grata  στην Ελλάδα».

Ο Μανσφιλντ σημειώνει επίσης ότι ο Βαν ντερ Στουλ συμφώνησε πως η στάση του Παπανδρέου έναντι της Ευρώπης  ειδικότερα μετά  τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωκοινοβουλίου ήταν περισσότερο επιφυλακτική. «Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν ότι η απόφαση για την απόσυρση της χώρας από την ΕΟΚ θα είναι λιγότερο δημοφιλής απ΄ό,τι ανέμενε».  


Συστάσεις Κάρριγκτον

Μία μέρα πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ Βρυξέλλες  όπου η Ελλάδα άσκησε το δικαίωμα “βέτο”, ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Κάρριγκτον κοινοποιούσε στη βρετανική αντιπροσωπεία την “τακτική” των ΗΠΑ  για την αντιμετώπιση των “πιθανών” ενστάσεων από την πλευρά του πρωθυπουργού και υπουργού Αμυνας Ανδρέα Παπανδρέου. Παράλληλα ο Κάρριγκτον εξέφραζε τις επιφυλάξεις του για την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής πρότασης (FCO9/3190, 7 Δεκεμβρίου 1981).  

«Υπογραμμίσαμε στην αμερικανική πρεσβεία ότι κατά τη γνώμη μας η προτεινόμενη τακτική είναι ορθή σε ιδανικές περιστάσεις. Αλλά η συμπεριφορά του Παπανδρέου μπορεί να είναι τέτοια ώστε η απειλή για μία εσπευσμένη αντινατοική κίνηση εκ μέρους του να μπορεί να αποφευχθεί  αν οι υπόλοιπες χώρες-μέλη της Συμμαχίας έχουν προετοιμασθεί να είναι  περισσότερο φιλικές απ’ό,τι προτείνουν οι ΗΠΑ.  Ισως να υπάρξει ανάγκη η Συμμαχία να δηλώσει ότι λαμβάνει υπόψη τις αιτιάσεις του Ελληνα πρωθυπουργού. Τονίσαμε στους Αμερικανούς ότι αντιλαμβανόμαστε τις πιθανές δυσκολίες αν δεν ακολουθηθεί η τακτική που προτείνει η Ουάσινγκτον στο τηλεγράφημα. Ελπίζουμε ότι θα είναι δυνατό να παραμείνουμε προσκολλημένοι στην αμερικανική προσέγγιση του θέματος , εκτός κι αν καταστεί σαφές ότι ο συνολικός μας αντικειμενικός στόχος που είναι ο περιορισμός της ζημιάς που θα προκαλέσουν οι απαιτήσεις του Παπανδρέου υπάρχει  κίνδυνος να μην επιτευχθεί».  

Το αμερικανικό τηλεγράφημα 

«Στόχος της συνολικής στρατηγικής μας είναι να εξουδετερώσουμε τις προσπάθειες του Παπανδρέου που επιδιώκει να προωθήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας απειλώντας να προβεί σε ενέργειες  οι οποίες θα αποδυνάμωναν τη Συμμαχία», τονίζει η Ουάσινγκτον. Η αμερικανική πλευρά δεν ήθελε με κανένα τρόπο οι διαφορές της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ  να επισκίαζαν τα άλλα σημαντικά θέματα της συνόσου (πχ. ένταξη της Ισπανίας)  και συνιστούσε αυτοσυγκράτηση. «Θέλουμε  να αποφύγουμε να προκαλέσουμε τον Παπανδρέου και να τον αποκρούσουμε δημόσια». Στο θέμα των εγγυήσεων έναντι της Τουρκίας,  που ζητούσε επίμονα  ο Ελληνας πρωθυπουργός, οι Αμερικανοί πίστευαν ότι ο Παπανδρέου δεν έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα από τις Βρυξέλλες ισχυριζόμενος ότι είχε πετύχει παραχωρήσεις –«στην πρώτη του συνάντηση του με τους εκπροσώπους των άλλων χωρών της Συμμαχίας».  

Στην ημερήσια διάταξη οι Αμερικανοί είχαν πετύχει να  μη συμπεριληφθεί το ζήτημα των “εγγυήσεων ασφαλείας”, ο Παπανδρέου όμως ζήτησε να του παραχωρηθεί χρόνος σε μία κλειστή συνάντηση στη διάρκεια της συνόδου για να κάνει –«μία απροσδιόριστη παρουσίαση». Διαβάζουμε στο αμερικανικό τηλεγράφημα :

«Αν όπως αναμένεται ο Παπανδρέου εγείρει το θέμα των “εγγυήσεων ασφαλείας” ελπίζουμε οι υπουργοί να τον παραπέμψουν στον γγ του ΝΑΤΟ.  Ο Τζόζεφ Λουνς κατά πάσα πιθανότητα θα πει δύο λόγια εις απάντηση. Ο Τάπλει Μπέννετ (πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ)  έχει συζητήσει με τον Λουνς για το πως σχεδιάζει να διαμορφώσει  την  απάντησή του στον Παπανδρέου. Η αντίδραση του Λουνς η των υπουργών θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που ο Παπανδρέου θα αναπτύξει τις θέσεις του. Θα προτιμούσαμε οι υπουργοί να μη μιλήσουν ακόμη κι αν η σιωπή τους επιτρέψει στον Παπανδρέου να ισχυρισθεί ότι εισακούσθηκε  το αίτημα του» (FCO9/3190, 7 Δεκεμβρίου 1981).                                                

Παπανδρέου – ποτό – υγεία   

Στην υπουργική διάσκεψη του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες (8-10 Δεκεμβρίου 1981) ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών λόρδος Κάρινγκτον είχε κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογό του Ιλτέρ Τουρκμέν. Σ΄αυτές, ο Τουρκμέν υπαινίσσεται ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ίσως ακόμη να είχε πρόβλημα με το ποτό (FCO9/3174, 11 Δεκεμβρίου 1981). Μετά την πληροφορία αυτή, η Διεύθυνση Νότιας Ευρώπης ζητά σχετικές διευκρινίσεις από την Αθήνα. Γράφει ο Βρετανός πρέσβης Ιάν Σάδερλαντ:    

«Με ρωτάτε αν ο Παπανδρέου πίνει. Πριν περίπου δύο χρόνια κυκλοφορούσαν έντονα φήμες ότι είχε πρόβλημα. Τελεύταια όμως οι φήμες αυτές έχουν περιορισθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι του αρέσει το ουίσκι και το ούζο, αλλά ποτέ μου δεν τον έχω δεί σε άσχημη κατάσταση λόγω του αλκοόλ. Είναι γεγονός ότι έχει τη συνήθεια να προσφέφει στους συνομιλητές του ένα ποτηράκι ούζο, όταν τον συναντούν στο πρωθυπουργικό γραφείο. Αυτό έκανε όταν τον είδα στις 4 Νοεμβρίου. Τότε εγώ αρνήθηκα και ζήτησα να πιώ καφέ, εκείνος όμως πήρε το ούζο του. Το ίδιο έκανε και στη συνάντηση που είχε με τον Τούρκο συνάδελφό μου κ. Αλατσάμ , κι από αυτόν ίσως να πρόερχεται η ιστορία  που κυκλοφόρησε ο Τουρκμέν» (FCO9/3174, 23 Δεκεμβρίου 1981).

Πάντως στην αναφορά του εκείνη προς το Φόρειν Οφις ο Σάδερλαντ δεν παρέλειπε να σημειώσει ότι υπήρχαν υπόνοιες ότι η κατάσταση της υγείας του Ελληνα πρωθυπουργού δεν ήταν καλή και ότι υπήρχε περίπτωση να επιδεινωθεί εξαιτίας του υπερβολικού φόρτου εργασίας.   

Οι σχέσεις με την Κύπρο

Στις 14 Δεκεμβρίου , εκπρόσωπος της κυπριακής κυβέρνησης ανακοίνωσε στη Λευκωσία ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου επρόκειτο να επισκεφθεί την Κύπρο στις 9 Ιανουαρίου του 1982. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Σαδερλαντ πληροφορεί το Φόρειν Οφις ότι είχε αποφασισθεί η αναβολή της επίσκεψης.

«Η επίσημη εκδοχή για τη ματαίωση της επίσκεψης είναι οι εξελίξεις στην Ευρώπη και μ’αυτό εννοούν την κατάσταση στην Πολωνία. Αλλά η δικαιολογία αυτή από μόνη της δεν μπορεί να σταθεί, ειδικά αν λάβει κανείς  υπόψη τη γραμμή που έχουν ακολουθήσει υπουργοί της κυβέρνησης  στο ζήτημα της Πολωνίας. Εξάλλου η  κυβέρνηση απέρριψε αμέσως τον ισχυρισμό ότι η αναβολή της επίσκεψης έγινε μετά από πληροφορίες ότι θα γινόταν απόπειρα δολοφονίας του πρωυτυπουργού» (FCO9/ 3185, 29 Δεκεμβρίου 1981).   

Οπως γράφει ο Σάδερλαντ, σύμφωνα με την πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ο Παπανδρέου είχε επισημάνει στον πρώην καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας Βίλλυ Μπραντ ότι είχε αποφασίσει τη ματαίωση της επίσκεψης στην Κύπρο  κυρίως λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα.  Ο πρωθυπουργός είχε παραθέσει γεύμα στον Μπράντ κατά την τρίωρη  παραμονή στην Αθήνα πριν τη μετάβαση του τελευταίου στη Μεγαλόνησο (23 Δεκεμβρίου). Σημειώνουμε ότι εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσαν δημοσίευματα στον τουρκικό τύπο (Χουριέτ) ότι μετά από πληροφορίες των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών θα γινόταν απόπειρα  δολοφονίας κατά του Ανδρέα Παπανδρέου στην Κύπρο και πραξικόπημα στην Ελλάδα.

Ο Βρετανός  πρέσβης παραδεχόταν ότι η κυβέρνηση αντιμετώπιζε προβλήματα – «η συνταξιοδότηση πολλών ανώτατων αξιωματούχων και η κατάργηση ορισμένων θέσεων στο δημόσιο τομέα» - αλλά κατά τη γνώμη του αυτά δεν ήταν τόσο σημαντικά ώστε να δικαιολογούσαν την αναβολή της επίσκεψης. Γράφει ο Σάδερλαντ :

«Οπως μου έχει πει ο Κληρίδης , ο Παπανδρέου , κατά την πρώτη επίσκεψη Ελληνα πρωθυπουργού στην Κύπρο, θα είναι δύσκολο να ικανοποιήσει τις προσδοκίες μετά την προτεραιότητα που έχει δώσει το ΠΑΣΟΚ στο Κυπριακό. Συμφώνησα με τον Κληρίδη, ότι ίσως δεν θα είναι πιο εύκολο σε μια επίσκεψη που θα γίνει αργότερα να δημιουργηθεί η εντύπωση μιας σπουδαίας διπλωματικής επιτυχίας. Η αναβολή πάντως της επίσκεψης θα δώσει περισσότερο χρόνο στις διακοινοτικές συνομιλίες να έχουν αποτελέσματα η να αποτύχουν (όπως κατά πάσα πιθανότητα περιμένει η ελληνική πλευρά). Παράλληλα ο Παπανδρέου θα έχει περισσότερο χρόνο να σκεφθεί τι ακριβώς θέλει να κάνει όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τις οποίες θεωρεί ότι συνδέεται άμεσα το Κυπριακό» (FCO9/ 3185, 29 Δεκεμβρίου 1981).   

Διακοινοτικές συνομιλίες  

Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Κλωντ Σευσόν που πραγματοποίησε διήμερη επίσημη επίσκεψη στη χώρα μας  (28-29 Δεκεμβρίου),  είχε στην Αθήνα ιδιαίτερη συνομιλία και με τον Ελληνα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου πάνω σε διμερή διεθνή και άλλα θέματα.  Διαβάζουμε στην αναφορά του Ιαν Σάδερλαντ:    

«Η γαλλική πρεσβεία δεν είναι απόλυτα ενήμερη για τις συνομιλίες αλλά μας λέγει ότι ο Παπανδρέου έπαιξε το σύνηθη σκοπό (played  the usual gramophone record). Υπογράμμισε την ανάγκη οι σύμμαχες χώρες στο ΝΑΤΟ να αντιληφούν τους φόβους της Ελλάδας όσον αφορά την τουρκική απειλή. Η πρεσβεία αντιλαμβάνεται ότι ο Σευσόν τόνισε στον Παπανδρέου πόσο σημαντικό είναι να μη προβεί σε ενέργειες που θα υπέσκαπταν τις διακοινοτικές συνομλίες για το Κυπριακό αλλά δεν γνωρίζουν στη γαλλική πρεσβεία πως αντέδρασε ο Παπανδρέου. Οταν παρεμφερείς συστάσεις έκανε και ο Γερμανός επιτετραμμένος κατά τη σύντομη παραμονή του Βίλλυ Μπραντ, ο Παπανδρέου με συγκαταβατικό ύφος απάντησε ότι συνομιλίες θα πρέπει να συνεχισθούν»(FCO9/ 3185, 29 Δεκεμβρίου 1981).         

                     

Βύρων Καρύδης
Λονδίνο 10-02-2012