«[…] έχοντας
υπόψη […] την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης
για τη δημιουργία και άμεση λειτουργία εγκαταστάσεων κράτησης παρανόμως
διαμενόντων στη χώρας μας αλλοδαπών που έχουν κατακλύσει το Κέντρο της
πρωτεύουσας και άλλες μεγάλες πόλεις δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην
ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια υγεία και την οικονομία της χώρας
μας».
«[…] έχοντας
υπόψη […] την έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης
για τη δημιουργία και άμεση λειτουργία εγκαταστάσεων κράτησης παρανόμως
διαμενόντων στη χώρας μας αλλοδαπών που έχουν κατακλύσει το Κέντρο της
πρωτεύουσας και άλλες μεγάλες πόλεις δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην
ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια υγεία και την οικονομία της χώρας
μας».
Το
απόσπασμα δεν προέρχεται από κάποιο ακροδεξιό έντυπο. Είναι τμήμα της
εισαγωγικής παραγράφου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 190,
8.10.2012), η οποία τροποποιεί τρία άρθρα που αφορούσαν τη «Ρύθμιση θεμάτων
συμβάσεων που αφορούν Κέντρα Πρώτης Υποδοχής και Εγκαταστάσεων Κράτησης
παράνομα διαμενόντων στη χώρα αλλοδαπών και τρόπο φύλαξης αυτών».
Ο λόγος που
χρησιμοποιείται πλέον σε επίσημα κρατικά έγγραφα, για να περιγράψει ένα
κοινωνικό φαινόμενο όπως η μετανάστευση, είναι εφάμιλλος ακροδεξιών οργανώσεων,
κατασκευάζοντας εικόνες τόσο για τη μετανάστευση όσο και για την πόλη που
οδηγούν στο ρατσιστικό μίσος, τον φόβο και την ανασφάλεια. Στο άρθρο αυτό όμως
δεν θα ασχοληθώ με την «εξέλιξη» του δημόσιου λόγου περί μετανάστευσης , αλλά
θα σταθώ σε ένα άλλο κρίσιμο σημείο: το γιατί η κατάσταση κρίνεται «έκτακτη»,
«εξαιρετικά επείγουσα» και «απρόβλεπτη» το φθινόπωρο του 2012, χρονιά, άλλωστε,
που οι αφίξεις των μεταναστών και μεταναστριών χωρίς χαρτιά στα σύνορα είχαν
μειωθεί κατά 42% σε σχέση με δύο χρόνια πριν.[1]
Όπως
συμπεραίνουμε από την πρώτη τροποποίηση, η κατάσταση κρίνεται ως «εξαιρετικά
επείγουσα», για να δικαιολογήσει τη σύναψη συμβάσεων χωρίς δημόσιο διαγωνισμό
αλλά με διαδικασία «διαπραγμάτευσης». Έτσι, όλες πλέον οι υποδομές που αφορούν
τα κέντρα κράτησης (π.χ. κατασκευή ή ανακατασκευή, εξοπλισμός, σίτιση κλπ.)
ανατίθενται πλέον με «διαπραγμάτευση» σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες. Όπως
αναφέρει η αιτιολογική έκθεση: «προβλέπεται ρητά ότι οι ως άνω συμβάσεις [με
διαπραγμάτευση και χωρίς δημόσιο διαγωνισμό] αφορούν κάθε κατηγορία
υποδομών (Κέντρα και Μονάδες Πρώτης Υποδοχής – Κέντρα Κράτησης) και κάθε τόπο
εγκατάστασής τους, ώστε να είναι δυνατή η άμεση σύναψη των συμβάσεων
αυτών […]» (goo.gl/5guq3B).
Η νομοθετική
ρύθμιση ήρθε να καλύψει εκ των υστέρων τη συνήθη πρακτική της απευθείας
ανάθεσης σε συγκεκριμένες εταιρείες και επιχειρηματίες. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση της σίτισης στο κέντρο κράτησης της Κορίνθου, την οποία ανέλαβε τον
Αύγουστο του 2012 με «διαπραγμάτευση» επιχειρηματίας ο οποίος είχε την
εκμετάλλευση του κυλικείου της Βουλής για δυο χρόνια, παραβιάζοντας συστηματικά
την εργατική νομοθεσία, ενώ είχε συλληφθεί τον Απρίλιο του 2012 για χρέη προς
το δημόσιο ύψους 316.472 ευρώ.[2]
Η κατάσταση
όμως στο κέντρο της Αθήνας και των άλλων πόλεων κρίνεται ως «έκτακτη» και
«επείγουσα» για έναν ακόμη λόγο, όπως διαβάζουμε στη δεύτερη τροποποίηση: για
να ανοίξει τον δρόμο στις ιδιωτικές εταιρείες security να αναλάβουν τη φύλαξη
των κέντρων κράτησης. Όπως αναδείχτηκε σε πρόσφατα δημοσιεύματα, το Υπουργείο
Δημόσιας Τάξης προτίθεται να αναθέσει τη φύλαξη τριών κέντρων κράτησης (στο
Φυλάκιο Ορεστιάδας, την Κόρινθο και το Παρανέστι Δράμας) σε ιδιωτική εταιρεία
security πληρώνοντας 14 εκατομμύρια το χρόνο. Ένα από τα φαβορί για το
διαγωνισμό είναι η G4S:[3] η μεγαλύτερη εταιρεία security παγκοσμίως, η οποία
αναπτύσσει δράση σε περίπου 120 χώρες παγκοσμίως, με αρκετά βεβαρυμμένο
παρελθόν. Κατηγορείται για βασανισμούς σε φυλακές της Νοτίου Αφρικής και του Ισραήλ,[4]
αλλά και για θανάτους κατά τη διάρκεια απελάσεων μεταναστών τις οποίες
οργανώνει στη Βρετανία[5].
Έκτακτη
Ανάγκη: η μετατροπή της εξαίρεσης σε κανόνα
Έτσι,
λοιπόν, η «έκτακτη ανάγκη», όπως την επικαλείται η εν λόγω νομοθετική
τροποποίηση, μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα. Δεν αποτελεί στην ουσία έκτακτο
μέτρο αλλά τεχνική διακυβέρνησης, που συναρθρώνεται με πολλαπλές άλλες
νομοθετικές ρυθμίσεις, «γνωμοδοτήσεις» αλλά και άτυπες πρακτικές ελέγχου και
πειθάρχησης.
Η κράτηση
επ’ αόριστον –σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και
τη σχετική υπουργική απόφαση– ανθρώπων που δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα
πέραν του ότι πέρασαν τα σύνορα χωρίς χαρτιά αποτελεί, ίσως, την πιο
απολυταρχική και ακροδεξιά έκφραση του δικαιικοπολιτικού συστήματος.
Αντίστοιχα, τον Νοέμβριο του 2001 ο Τζ. Μπους είχε θεσμοθετήσει την «αόριστη
κράτηση» (indefinitedetention) των μη πολιτών που θεωρούνταν ύποπτοι για
τρομοκρατικές ενέργειες. Οι «ύποπτοι», λοιπόν, αλλά και οι «χωρίς χαρτιά» δεν
είναι αιχμάλωτοι πολέμου, φυλακισμένοι ή κατηγορούμενοι, αλλά «αορίστως»
κρατούμενοι. Αποτελούν, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Αγκάμπεν, αντικείμενο μιας
αόριστης κράτησης, όχι μόνο με τη χρονική έννοια του όρου αλλά και λόγω της
φύσης της, εφόσον εκφεύγει τελείως του νόμου και του νομικού ελέγχου. Η
διαχείριση αυτής της πολιτικής από ιδιωτικές εταιρείες αποτελεί την τομή του
ολοκληρωτισμού με τον νεοφιλελευθερισμό.
Η διαχείριση
της καθημερινής ζωής ανθρώπων που βρίσκονται έγκλειστοι επ’ αόριστον από
εταιρείες securityσημαίνει, ταυτόχρονα, τη συσκότιση και μετάθεση της πολιτικής
ευθύνης. Έτσι, για τη βίαιη καταστολή των εξεγέρσεων, για τα βασανιστήρια, την
κακομεταχείριση, τις αυτοκτονίες εντός των κέντρων κράτησης δεν θα ευθύνεται
πλέον το κράτος και οι φορείς του, αλλά οι εταιρείες φύλαξης αυτών των χώρων.
Αυτή η πολιτική, στην ουσία, δεν αφορά το outsourcing της φύλαξης ή της
σίτισης. Στην ουσία αφορά το outsourcing της πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης
επί των ζωών χιλιάδων ανθρώπων.
Πόλεμος
χαμηλής έντασης
Στην τροποποίηση
του κανονισμού λειτουργίας της Frontex, το 2011,[6] το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
και η Κομισιόν ανέθεσαν στη Frontex την κατασκευή του συστήματος Eurosur, το
οποίο και εγκρίθηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 2013. Το Eurosur θα αποτελεί ένα
σύστημα συνεχούς επιτήρησης μέσω δορυφόρων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών
(surveillance drones), αλλά και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών
με στόχο την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Το Ευρωκοινοβούλιο έχει
προϋπολογίσει 340 εκατομμύρια ευρώ για τη λειτουργία του συστήματος τα επόμενα
εννιά χρόνια (Berger 2013). Σύμφωνα όμως με την ανεξάρτητη
έκθεση «Borderline», το κόστος λειτουργίας του Eurosur μπορεί να φτάσει τα 847
εκατομμύρια ευρώ (Hayes & Vermeulen 2012). Άλλωστε, υπέρογκα
ποσά έχουν ήδη διατεθεί για την προπαρασκευή του συστήματος. Στην πρώτη φάση
χρηματοδότησης του 7ου Ευρωπαϊκού Πλαισίου Χρηματοδότησης Έρευνας (FP7)
τουλάχιστον 50 εκατομμύρια διατέθηκαν σε έξι ερευνητικά προγράμματα για την
επιτήρηση των ευρωπαϊκών συνόρων, στα οποία συμμετείχαν μεγάλες εταιρείες
κατασκευής όπλων όπως (BAE Systems, Finmeccanica, Thales, EADS, Dassault
Aviation, Sagem, Israel Aircraft Industries· βλ. Hayes 2010). Εκτός αυτών, μόνο για τη συμμετοχή
τους σε επίδειξη τηλεκατευθυνόμενων αεροσκαφών (Drones), στο Άκτιο τον Οκτώβριο
του 2011, οι 13 εταιρείες κατασκευής όπλων και συστημάτων ασφαλείας που έλαβαν
μέρος αποζημιώθηκαν με ποσά που κυμαίνονταν μεταξύ 10.000 και 198.000 ευρώ,
ανάλογα με την εταιρεία (Fotiadis & Ciobanu 2013).
Ο έλεγχος
της μετανάστευσης, πέρα από πολιτικά κερδοφόρα επιχείρηση –καθώς παράγει
ιεραρχήσεις και διαχωρισμούς εντός της εργατικής τάξης, αλλά και
αποδιοπομπαίους τράγους για τη διαχείριση κάθε λογής κρίσεων– αποτελεί και μια
οικονομικά κερδοφόρα επιχείρηση για τις οικονομικές ελίτ. Με άλλα λόγια, ένας
συνεχής, χαμηλής έντασης και μερικά αναποτελεσματικός «πόλεμος» εναντίον του
εξωτερικού και εσωτερικού εχθρού που ενσαρκώνει η μετανάστευση τις τελευταίες
δεκαετίες, είναι εξαιρετικά κερδοφόρος για την πολεμική βιομηχανία, για τις
εταιρείες security, αλλά και για κάθε λογής «γνωστούς» επιχειρηματίες.
Βιβλιογραφικέςαναφορές
Berger, A. 2013. Goals of Eurosur border scheme questioned. Deutsche Welle,
ημ. έκδοσης: 11.10.2013 (dw.de/p/19xk9).
Fotiadis, A., & C. Ciobanu
2013 .
Closing Europe’s Borders Becomes Big Business. Inter Press Service, ημ. έκδοσης: 9.1.2013
(goo.gl/BCwkPP).
Hayes, B. 2010. The robot armies at our borders. European Voice, ημ. έκδοσης: 2.12.2010
(goo.gl/4Gp6Gb).
Hayes, B., & M. Vermeulen2012. Borderline: The EU’s New Border
Surveillance Initiatives. HeinrichBöllFoundation (goo.gl/e12HSp).
Η Όλγα
Λαφαζάνη είναι μέλος του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και
Μεταναστών, δρ Κοινωνικής Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
[1] Για μια
ανάλυση των στατιστικών στοιχείων για την είσοδο «παράνομων» μεταναστών στην
Ελλάδα βλ. και Όλγα Λαφαζάνη «Παιχνίδια με τους αριθμούς ή πόσοι μπαίνουν
“παράνομα” στη χώρα», «Ενθέματα», Η Αυγή, 30.12.2012
(wp.me/pT5Wh-2IQ).
[2] Βλ. το
ρεπορτάζ της Λίνας Γιάνναρου, Η Καθημερινή, 27.1.2013
(goo.gl/tgqWhQ).
[3]
Περισσότερα, βλ. στο άρθρο του Κώστα Ζαφειρόπουλου, Η Εφημερίδα των
συντακτών, 3.4.2014 (goo.gl/KMySPv).
[4] Για
περισσότερα, βλ. goo.gl/MJENCq.
[5]
Αναλυτικά για τη δράση της G4S παγκοσμίως, βλ. το άρθρο της «filistina» ,
omniatv(goo.gl/Y8HGnL).
[6] Η
τροποποίηση του Κανονισμού 1168/2011, στο goo.gl/vrV1l7./LEFT.GR