Δεν υπάρχει μονάχα το « κόστος της εργασίας »
par Cordonnier Laurent , [Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)]
Για να δικαιολογηθούν οι παντός είδους
μεταρρυθμίσεις, τα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις δηλώνουν ότι είναι
διατεθειμένες να προβούν σε θαρραλέες αποφάσεις και να « σπάσουν
ορισμένα ταμπού ». Βέβαια, το ζητούμενο είναι πάντοτε να περιοριστούν οι
μισθοί και οι κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, υπάρχει όντως ένα ταμπού που
δένει τα χέρια όσων επιθυμούν να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις
εργασίας : κι αυτό είναι το απαγορευτικό κόστος του χρήματος.
Θα ήταν, χωρίς αμφιβολία,
συναρπαστικό, αν επιχειρούσαμε να κάνουμε και πάλι τη διαδρομή που
ακολούθησε η Ευρώπη –παραζαλισμένη σαν μεθυσμένη, τρικλίζοντας και
παραπατώντας- για να καταλήξει τελικά ότι όλα τα δεινά της ανάγονται σε
ζητήματα ανταγωνιστικότητας και –καθώς το ένα φέρνει το άλλο- στα
προβλήματα που δημιουργεί το κόστος της εργασίας. Ξεχάστηκε, λοιπόν, η
κρίση των subprime, η κρίση της τραπεζικής ρευστότητας, η τεράστια
απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων, η κατάρρευση της
χορήγησης πιστώσεων, η ολοκληρωτική παράλυση της ζήτησης, η μετατροπή
του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο και οι πολιτικές λιτότητας. Όπως μας
είχε εξηγήσει ήδη από το 2010 ο Ούλριχ Βίλχελμ, εκείνη την εποχή
κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας, « η λύση για τη
διόρθωση των (εμπορικών) ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ, αλλά και για τη
σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών, συνίσταται στην αύξηση της
ανταγωνιστικότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη » [1].
Όταν έχεις βρει μια εξήγηση, πρέπει να ξέρεις να την
υπερασπίζεσαι με νύχια και με δόντια, ακόμα κι όταν η ψυχρή λογική των
αριθμών είναι εναντίον της. Δεδομένου ότι πιθανότατα κατανοούν πολύ καλά
ότι οι εσωτερικές ανισορροπίες μας δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν μέσα
από έναν αδελφοκτόνο κι ατελείωτο αγώνα δρόμου των ευρωπαϊκών χωρών για
να κερδίσει η μια χώρα σε ανταγωνιστικότητα εις βάρος κάποιας άλλης –με
λίγα λόγια επιδιδόμενοι σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος- το σχέδιο
που μας προτείνουν τώρα συνίσταται στο να επιχειρήσουμε να κερδίσουμε
σε ανταγωνιστικότητα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Μετά από όλες αυτές
τις προσπάθειές της, η « Ευρώπη στο σύνολό της » θα
κατορθώσει να ανορθώσει τα εμπορικά ισοζύγια των χωρών μελών της, εις
βάρος εκείνων των εξωτερικών εταίρων με τους οποίους συναλλάσσεται.
Οπότε και περιμένουμε με ανυπομονησία να ακολουθήσει μια σύσταση του
ΟΟΣΑ ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για ανόρθωση της
ανταγωνιστικότητας « της υφηλίου στο σύνολό της », έτσι ώστε να επιτευχθεί η εξυγίανση του εμπορικού της ισοζυγίου, προφανώς εις βάρος των Αρειανών.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι, καθώς έχουν οδηγηθεί
σε αδιέξοδο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, τα ηγετικά στελέχη των μεγάλων
διεθνών οικονομικών θεσμών, οι σοβαροί εμπειρογνώμονες και οι φανατικά
κινδυνολόγοι σχολιαστές θα εγκαταλείψουν την έμμονη ιδέα τους περί
κόστους της εργασίας και θα διερευνήσουν μια άλλη ιδέα, την οποία ακόμα
και το απλούστερο πνεύμα συμμετρίας θα έπρεπε να τους είχε προ πολλού
υποβάλλει προς διερεύνηση. Χωρίς να εγκαταλείψουν το πεδίο του κόστους
–το οποίο στοιχειώνει το φαντασιακό των οικονομολόγων- θα μπορούσαν να
αναρωτηθούν, απλώς από περιέργεια, τι συμβαίνει στην περίπτωση του
κόστους του κεφαλαίου, και να διερευνήσουν μήπως αυτό έχει αυξηθεί. Όχι
επειδή η συγκεκριμένη έρευνα θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο
το δόγμα της ανταγωνιστικότητας [2],
αλλά επειδή, μόλις κορεστεί η δίψα τους για λύσεις σε ανύπαρκτα
προβλήματα, πιθανόν η επιθυμία για κάτι το ελαφρά διαφορετικό, να τους
οδηγήσει να ασχοληθούν μέχρι και με προβλήματα για τα οποία (έως τώρα)
δεν έχει βρεθεί λύση. Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αναδεικνύει μια μελέτη
που πραγματοποιήθηκε από τους οικονομολόγους του Κέντρου Κοινωνιολογικών
και Οικονομικών Ερευνών της Λίλ (Clersé), κατόπιν παραγγελίας της
Γενικής Συνομοσπονδίας της Εργασίας (CGT) και του Ινστιτούτου
Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (IRES).
Οι συγγραφείς της έρευνας εξηγούν -και δεν είναι οι
πρώτοι- ότι η αύξηση του κόστους του κεφαλαίου, ή μάλλον η υπερβολική
αύξησή του, η οποία οφείλεται στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα
στην οικονομία, εξηγεί τις θλιβερές επιδόσεις των πρώην ανεπτυγμένων
οικονομιών κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας : τον
ασθμαίνοντα ρυθμό της συσσώρευσης κεφαλαίου που έχουν επιτύχει, το
βάθεμα των ανισοτήτων, την εκρηκτική αύξηση των εισοδημάτων που
εξασφαλίζει ο χρηματοοικονομικός τομέας, το γεγονός ότι η μαζική
υποαπασχόληση εξακολουθεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα… Μας δίνουν
επίσης την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πόσο αλματώδης υπήρξε η αύξηση
του κόστους του κεφαλαίου, προτείνοντάς μας έναν δείκτη ο οποίος δεν
αναστέλλει τόσο πολύ την επαγρύπνησή μας και την προσοχή μας όσο το
περιβόητο « μέσο σταθμισμένο κόστος των κεφαλαίων » [3], ο δείκτης τον οποίο έχει καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή η τρέχουσα χρηματοοικονομική θεωρία.
Κι αν ο γάιδαρος άρχιζε να τσινάει ;
Για να καταλάβουμε για τι ακριβώς πρόκειται, οφείλουμε
να διακρίνουμε δύο διαφορετικές έννοιες κόστους κεφαλαίου : το
οικονομικό κόστος και το χρηματοοικονομικό κόστος. Το οικονομικό κόστος
είναι η προσπάθεια που είναι αναγκαία για την παραγωγή εργαλείων και,
γενικότερα, του συνόλου των συντελεστών της παραγωγής : μηχανημάτων,
κτηρίων, εργοστασίων, οχημάτων μεταφοράς, υποδομών, διπλωμάτων
ευρεσιτεχνίας, λογισμικού… Η παραγωγική προσπάθεια αποτελεί κατά κάποιον
τρόπο το « πραγματικό » κόστος του κεφαλαίου, δηλαδή το κεφάλαιο το
οποίο θα πρέπει υποχρεωτικά να δαπανηθεί σε εργασία για να παραχθεί το
κεφάλαιο το οποίο αποκαλούμε « παραγωγικό ». Η μέτρηση της προσπάθειας
αυτής (σε επίπεδο ενός έτους, για παράδειγμα) αντιστοιχεί σε αυτό που
στην καθομιλουμένη αποκαλούμε « επενδυτικές δαπάνες » και το οποίο οι
εθνικές λογιστικές αρχές αποκαλούν « ακαθάριστο σχηματισμό παγίου
κεφαλαίου ». Αυτές οι δαπάνες αντιστοιχούν σχεδόν στο 20% της ετήσιας
παραγωγής των γαλλικών επιχειρήσεων.
Όμως, το κόστος που συνεπάγεται η παραγωγή του
προαναφερθέντος κεφαλαίου (υπολογιζόμενο στην τιμή της κτήσης του) δεν
είναι το μόνο που βαρύνει τις επιχειρήσεις. Όταν επιθυμούν να αγοράσουν
και να χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω μέσα παραγωγής, οφείλουν επιπλέον να
ανταμείψουν και τα άτομα ή τους θεσμούς που τους εξασφάλισαν τα
απαιτούμενα χρήματα (αυτά τα χρήματα, στη χρηματοοικονομική ορολογία,
αποκαλούνται επίσης « κεφάλαια »). Έτσι, στο « πραγματικό » κόστος του
κεφαλαίου προστίθενται οι τόκοι που καταβάλλονται στους δανειστές και τα
μερίσματα που καταβάλλονται στους μετόχους (για να αμειφθεί η εισφορά
χρημάτων των τελευταίων κατά τις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου ή
επειδή αφήνουν ένα μέρος από τα κέρδη « τους », έτσι ώστε να αυξάνεται
το αποθεματικό της επιχείρησης).
Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του χρηματοοικονομικού κόστους
(τόκοι και μερίσματα) δεν ανταποκρίνεται σε καμία οικονομική υπηρεσία η
οποία να έχει προσφερθεί, είτε στην ίδια την επιχείρηση, είτε στο σύνολο
της κοινωνίας. Συνεπώς, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τι αντιπροσωπεύει
το μέρος του χρηματοοικονομικού κόστους το οποίο είναι εντελώς
αντιπαραγωγικό, και το οποίο προκύπτει από ένα φαινόμενο οικονομικής
προσόδου, από το οποίο είναι φανερό ότι θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε εάν
οργανώναμε διαφορετικά τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων : για
παράδειγμα, εάν επινοήσουμε ένα σύστημα χρηματοδότησης το οποίο να
στηρίζεται αποκλειστικά στις τραπεζικές πιστώσεις οι οποίες θα
χορηγούνται με επιβάρυνση όσο το δυνατόν χαμηλότερου κόστους.
Για να συλλάβουμε το μέγεθος της οικονομικής προσόδου
που καταβάλλεται αδικαιολόγητα, αρκεί να αφαιρέσουμε από τα
χρηματοοικονομικά εισοδήματα το μερίδιό τους που θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί με καθαρά οικονομικά κριτήρια. Πράγματι, ένα μέρος από
αυτούς τους τόκους και τα μερίσματα καλύπτει τον κίνδυνο που διατρέχουν
οι δανειστές και οι μέτοχοι να μην ξαναδούν ποτέ τα χρήματά τους,
εξαιτίας μιας ενδεχόμενης πτώχευσης της επιχείρησης, ενδεχόμενο που
είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επιχειρηματικότητα. Πρόκειται για αυτό
που συνηθίζουμε να αποκαλούμε επιχειρηματικό κίνδυνο. Ένα άλλο μερίδιο
αυτού του κόστους μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί με το κόστος της
διαχείρισης της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται
στη συγκέντρωση της ρευστότητας των καταθετών και στον προσανατολισμό
της προς τις επιχειρήσεις.
Όταν αφαιρέσουμε από το σύνολο των χρηματοοικονομικών
εισοδημάτων αυτές τις δύο συνιστώσες τις οποίες μπορούμε να
δικαιολογήσουμε (επιχειρηματικός κίνδυνος και κόστος διαχείρισης), τότε
προκύπτει αυτό που μπορούμε να θεωρήσουμε ως αδικαιολόγητη πρόσοδο.
Μπορούμε δε να την ορίσουμε ως το « υπερβολικό κόστος του κεφαλαίου »,
δεδομένου ότι πρόκειται για ένα κόστος που επωμίζονται όλοι όσοι
συμμετέχουν στη λειτουργία της επιχείρησης και το οποίο επιβαρύνει
αδικαιολόγητα το « πραγματικό » κόστος του κεφαλαίου.
Η μελέτη του Clersé αποδεικνύει ότι αυτό το υπερβολικό
κόστος είναι σημαντικό. Ενδεικτικά, το 2011, όσον αφορά το σύνολο των
γαλλικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση εκείνες του χρηματοοικονομικού τομέα,
το υπερβολικό κόστος ανήλθε στα 94,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου δε
ότι το « πραγματικό » κόστος του κεφαλαίου –δηλαδή οι επενδύσεις σε
παραγωγικό κεφάλαιο (ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου)- εκείνης
της χρονιάς ανέρχονταν σε 202,3 δισ. ευρώ, προκύπτει ένα υπερβολικό
κόστος του κεφαλαίου της τάξης του 50%... Εάν δε, συγκρίνουμε το
υπερβολικό αυτό κόστος μονάχα με το τμήμα των επενδύσεων που αντιστοιχεί
στην απόσβεση του κεφαλαίου –το οποίο για πολλούς οικονομολόγους μάς
δείχνει πολύ καλύτερα το « πραγματικό » κόστος του κεφαλαίου- θα
προέκυπταν ακόμα πιο εντυπωσιακά ποσοστά : της τάξης του 70% !
Αυτό σημαίνει, ότι, ενώ οι Γάλλοι εργαζόμενοι είναι
ικανοί να παράγουν κάθε χρόνο τα μηχανήματα, τα κτήρια, τις υποδομές
κ.λπ. που απαιτούνται για τη λειτουργία της επιχείρησης όπου εργάζονται,
π.χ. συνολικής αξίας 100 ευρώ (σε αυτά συνυπολογίζεται και το περιθώριο
κέρδους), στην πράξη το πραγματικό κόστος για την επιχείρηση που
χρησιμοποιεί αυτό το παραγωγικό κεφάλαιο ανέρχεται στα 150-170 ευρώ,
μόνο και μόνο επειδή είναι αναγκασμένες να καταβάλλουν σε όσους τους
προσφέρουν χρήματα, μία πρόσοδο η οποία δε έχει καμία οικονομική
δικαιολόγηση.
Δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα η οποία να δικαιολογεί
ένα τόσο υψηλό κόστος του κεφαλαίου, ούτε και οφείλουμε να δεχθούμε κάτι
τέτοιο μοιρολατρικά. Την περίοδο 1961-1981, ακριβώς πριν από το
παγκόσμιο χρηματοοικονομικό « big bang », το ποσοστό ήταν κατά μέσο όρο
13,8%. Μάλιστα, στα τέλη της « Χρυσής Τριακονταετίας » (1973-1974) είχε
γίνει αρνητικό λόγω της επανεμφάνισης του πληθωρισμού.
Σε πρώτη φάση, η αλματώδης άνοδος της χρηματοοικονομικής
προσόδου προκλήθηκε από τις περιοριστικές πολιτικές που προέκυψαν από
την μονεταριστική επανάσταση, οι οποίες εκτίναξαν τα πραγματικά επιτόκια
σε δυσθεώρητα ύψη. Όταν τη δεκαετία του 1990 δρομολογήθηκε η μεγάλη
αποκλιμάκωση των επιτοκίων, τη σκυτάλη πήρε η αλματώδης αύξηση των
καταβαλλόμενων μερισμάτων. Η εξουσία των μετόχων, οι οποίοι επιθυμούσαν
να μην περάσει η χρηματοοικονομική πρόσοδος σε άλλα χέρια, θεωρείται
υπεύθυνη για την άνοδο της ισχύος των θεσμικών επενδυτών (ασφαλιστικές
εταιρείες, ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, ταμεία επικουρικής ασφάλισης…
), η οποία στηρίχθηκε στην πειθαρχία των αγορών, στις εντονότατες
πιέσεις που ασκούσαν οι μέτοχοι και στις νέες αντιλήψεις περί εταιρικής
διακυβέρνησης.
Τελικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εκρηκτική αύξηση
του υπερβολικού κόστους του κεφαλαίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων
τριάντα ετών είναι η άμεση συνέπεια της διόγκωσης των χρηματοοικονομικών
προτύπων και προδιαγραφών που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις με τη
βοήθεια των ανώτατων διευθυντικών στελεχών τους, των οποίων τα
συμφέροντα ευθυγραμμίστηκαν απολύτως με εκείνα των μετόχων [4].
Για να περάσουμε από τις απαιτήσεις για απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της
τάξης του 15% ετησίως, στο υπερβολικό κόστος του κεφαλαίου, αρκεί, κατά
κάποιον τρόπο, να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού. Παρόμοιες απαιτήσεις
αντιστοιχούν στην πράξη στην επιβολή ενός υπερβολικού κόστους κεφαλαίου
της τάξης του 50%-70% για κάθε επενδυτικό σχέδιο.
Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως εύκολα μπορεί να φανταστεί
κανείς τις συνέπειες μιας τέτοιας αύξησης των χρηματοοικονομικών
απαιτήσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα είναι
ανυπολόγιστες. Γιατί οι σημαντικότερες πλευρές του δεν είναι εκείνες
που είναι άμεσα ορατές. Βέβαια, καταρχάς, οι μεταβιβάσεις πλούτου προς
τους δανειστές και τους μετόχους αποτελούν έναν πακτωλό ο οποίος δεν
έπαψε να αυξάνεται (από το 3% της γαλλικής προστιθέμενης αξίας το 1980,
στο 9% σήμερα) και ο οποίος δεν καταλήγει ούτε στην τσέπη των
επιχειρηματιών (εκτός κι αν είναι οι αποκλειστικοί μέτοχοι των
επιχειρήσεών τους), ούτε σε εκείνη των εργαζόμενων.
Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε λυπηρό το γεγονός ότι έχει
εμφανώς ενταθεί η εκμετάλλευση των εργαζόμενων. Ωστόσο, υπάρχει κάτι
ακόμα χειρότερο : τι να πει κανείς γι’ αυτές τις τεράστιες ποσότητες
πλούτου που δεν παρήχθησαν ποτέ, για τα συλλογικά, κοινωνικά και
περιβαλλοντικά σχέδια τα οποία δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, μόνο και μόνο
επειδή, απλώς για να τεθούν υπό συζήτηση, θα έπρεπε να εξασφαλίζουν
ετήσια κερδοφορία της τάξης του 15% ; Όταν στα βάρη που καλείται να
επωμιστεί μια επιχείρηση –είτε ιδιωτική, είτε δημόσια- προστίθεται μια
πραγματική αύξηση της τάξης του 50%-70%, δεν είναι παράλογο να
εκπλησσόμαστε για τον ιδιαίτερα χαμηλό δυναμισμό των οικονομιών μας που
βρίσκονται κάτω από τον ζυγό του χρηματοοικονομικού τομέα ; Μονάχα ένα
γαϊδούρι μπορεί να αντέξει να σηκώσει φορτίο που αντιστοιχεί στο 70% του
σωματικού του βάρους.
Το κυριότερο πρόβλημα δεν συνίσταται στο ότι η
χρηματοοικονομική επιβάρυνση ρουφάει τα κονδύλια που είναι αναγκαία για
τις επενδύσεις. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Τα χρήματα που μοιράζονται
στους δανειστές και στους μετόχους αντιστοιχούν ακριβώς στο ποσό των
κερδών που δεν χρειάζονται πλέον οι επιχειρήσεις για περαιτέρω
επενδύσεις, καθώς περιορίζουν αυτοβούλως τα επενδυτικά τους σχέδια
μονάχα σε εκείνα τα οποία έχουν εξασφαλισμένη την υψηλή κερδοφορία. Το
σωστό ερώτημα είναι συνεπώς το εξής : σε έναν κόσμο στον οποίο
υλοποιούνται μονάχα τα –ατομικά ή συλλογικά- σχέδια τα οποία έχουν
εξασφαλισμένη κερδοφορία της τάξης του 15%-30% ετησίως, πόσο μεγάλο
είναι το νεκροταφείο όπου κείνται οι (καλές ή –δυστυχώς- κακές) ιδέες οι
οποίες δεν υλοποιήθηκαν ποτέ επειδή η κερδοφορία που θα απέφεραν
κυμαίνεται μεταξύ 0%-15% ;
Τη στιγμή που οφείλουμε να επιχειρήσουμε τη μετάβαση σε
ένα διαφορετικό οικολογικό και κοινωνικό μοντέλο, θεωρούμε ότι ένα
αυθεντικά σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχέδιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει
τουλάχιστον τον εξής στόχο : να απελευθερώσει τους ανθρώπους που
επιχειρούν, τους εργαζόμενους και όλους όσους επιδιώκουν την οικονομική
και την κοινωνική πρόοδο, από τον ζυγό της ιδιοκτησίας και της
χρηματοοικονομικής προσόδου. Να τσακίσουμε την χρηματοοικονομική
πρόσοδο, και όχι την εργασία και την επιχείρηση.
Βέβαια, παρόμοια φιλοδοξία υπερβαίνει τις δυνατότητες
ενός μονάχα ανθρώπου, πόσω μάλλον εάν αυτός είναι ένας « κανονικός
άνθρωπος » [5]. Όμως, μπορεί σίγουρα να υλοποιηθεί από μια συλλογική βούληση. Όπως μας έχει ήδη προειδοποιήσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, « αυτό
δεν σημαίνει ότι η χρήση των κεφαλαιουχικών αγαθών δεν θα κοστίζει
σχεδόν τίποτε, αλλά ότι το εισόδημα που μπορεί να αποκομίσει κανείς από
αυτά θα καλύπτει σχεδόν μονάχα την απαξίωση που οφείλεται στη φθορά και
στην απαρχαίωση, προσαυξημένη κατά ένα περιθώριο έτσι ώστε να
αντισταθμίζεται ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο δανειστής και να
ανταμείβεται η διορατικότητά του και η ευθυκρισία του ».
Σε όσους θεωρούν ότι όλα αυτά θα φέρουν το τέλος του κόσμου, ο Κέινς προτείνει μια παρηγοριά : « Αυτή
η κατάσταση πραγμάτων είναι απόλυτα συμβατή με έναν κάποιο βαθμό
ατομικισμού. Ωστόσο, δεν παύει να συνεπάγεται τον θάνατο του ραντιέρη
(του εισοδηματία) και, στη συνέχεια, τη σταδιακή εξαφάνιση της πρόσθετης
καταπιεστικής εξουσίας που έχει ο καπιταλιστής να εκμεταλλεύεται την
αξία που προσδίδει στο κεφάλαιό του η σπανιότητά του » [6]. Μπρρρ !...
Notes
[1] Financial Times, Λονδίνο, 22-3-10.
[2]
Υπάρχει παρόλα αυτά μια σχέση, όπως απέδειξαν το ίδρυμα Fondation
Copernic και η Attac στην έκθεσή τους « En finir avec la compétitivité »
(« Να ξεμπερδέψουμε μια για πάντα με την ανταγωνιστικότητα », Οκτώβριος
2012). Όταν οι γαλλικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να χάνουν
έδαφος στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας, είναι υποχρεωμένες να μειώνουν
τα περιθώρια κέρδους τους αλλά συνεχίζουν να δίνουν παχυλά μερίσματα
στους μετόχους τους, εύκολα φαντάζεται κανείς ότι αυτό γίνεται δυνατόν,
εν μέρει χάρη στον περιορισμό των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη.
[3]
Βλέπε « Rentabilité et risque dans le nouveau régime de croissance »,
έκθεση της ομάδας με πρόεδρο τον Dominique Pilhon, η οποία εκπονήθηκε
για λογαριασμό της κυβερνητικής υπηρεσίας Commissariat Général du Plan
(Γενική Επιτροπή Σχεδιασμού), La Documentation française, Παρίσι, 2002.
Βλέπε επίσης το άρθρο της Wikipédia : « Coût moyen pondéré du capital ».
[4]
(ΣτΜ) Πράγματι, για να αποφευχθεί η φορολόγηση των υπέρογκων αμοιβών
τους, καθιερώθηκε η παροχή μεγάλων πακέτων μετοχών –δωρεάν ή σε
εξευτελιστικές τιμές- στα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων, με
αποτέλεσμα η στάση τους να ευθυγραμμίζεται απόλυτα με εκείνη των
μετόχων, συχνά ακόμα και εις βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της
επιχείρησης.
[5]
(ΣτΜ) Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, για να
διαφοροποιηθεί από την επιδειξιομανία, τις ακρότητες, τα σκάνδαλα και
την επιθυμία του Νικολά Σαρκοζί για παντοδυναμία και έλεγχο των πάντων, ο
–κατά γενική ομολογία υποτονικός- Φρανσουά Ολάντ είχε υποσχεθεί ότι
αυτός θα είναι ένας « κανονικός » πρόεδρος.
[6] Τζον Μ. Κέινς, « Γενική θεωρία περί της απασχόλησης, των επιτοκίων και του νομίσματος », Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2001.