Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ.. ΚΑΘΕ ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ ΤΟΥ,ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ...


Τραμπούκοι και τραμπουκισμός

Το 1862 εμφανίστηκε μια ομάδα πολιτών που ονομάστηκαν «τραμπούκοι».
Καθαρό δημιούργημα των πολιτικάντηδων αυτοί οι περιθωριακοί τύποι ήταν πολύ χρήσιμοι κατά τον προεκλογικό αγώνα διαφόρων υποψηφίων.
Σε περίπτωση που ο πολιτικός, που τους είχε κάτω από την προστασία του, ερχόταν στην εξουσία, οι τραμπούκοι αναλάμβαναν σπουδαίες δουλειές. Ασκούσαν εκβιασμούς,απειλές και τρομοκρατία σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων. Επειδή τα καφενεία στου Ψυρρή έσφυζαν από αυτούς τους περιθωριακούς τύπους, οι πολιτικοί άρχοντες αναζητούσαν ανάμεσά τους τους συνεργάτες που θα τους στήριζαν στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
Έτσι, από αυτούς, όσοι προσλαμβάνονταν εκτός από την χρηματική αμοιβή που εισέπρατταν, απολάμβαναν δωρεάν τον καφέ (κερασμένο από τον πολιτικό άρχοντα) αλλά και τα πούρα της γνωστής τότε Κουβανέζικης εταιρίας απο την Αβάνα «Trabucos», που μοίραζαν οι πολιτικοί άρχοντες προκειμένου να κερδίσουν την υποστήριξη εκείνων των περιθωριακών που είχαν βροντερή φωνή (καλή ώρα όπως βλέπουμε στα τηλεοπτικά παράθυρα).
Απ’ αυτή τη συνήθεια, έμεινε και ο χαρακτηρισμός «τραμπούκος».

Φυσικά, μόλις τελείωναν οι εκλογές, αυτοί οι μόρτηδες ή κουτσαβάκηδες ή τραμπούκοι, εάν ο «προστάτης πολιτικός» δεν κατάφερνε να εκλεγεί, επανέρχονταν στην πρότερη κατάστασή τους, δηλαδή εκείνη της ανεργίας και της καθημερινής απόλαυσης του καφέ στα καφενεδάκια του Ψυρρή.

Αφού είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλοι κλυδωνισμοί λόγω οικονομικών σκανδάλων (βλ.το 1867 το ριφιφί στο Κεντρικό Ταμείο του Κράτους που βρισκόταν στην οδό Σταδίου από μια πενταμελή σπείρα ευϋπόληπτων πολιτών), εν μέσω έντονων πολιτικών αναταραχών που μάστιζαν την Αθήνα και με 2 κόμματα να αντιπαρατίθενται μέχρι τελικής πτώσεως, η εγκληματικότητα τελικά πατάχθηκε από τον Μπαϊρακτάρη, ο οποίος έμεινε ξακουστός για το έργο του.

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του

Στα παλιά τα χρόνια, για να ταξιδέψεις στη θάλασσα έπρεπε να ’χεις πολύ κουράγιο, γιατί σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια.
Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά.
Φαντάζεστε τι πλήρωμα θα ’χανε τα κουρσάρικα καράβια!
Οι κωπηλάτες, οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων – δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης=άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.).
Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».
Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το ιταλικό panco)!


Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς



Η φράση αυτή ενδέχεται να ξεκίνησε από παροιμία, αλλά έγινε σίγουρα παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό:
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος.
Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί.
Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν…ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.

Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή.
Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.

Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.
Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:

«Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.

Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.

Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς
».